Anonymous

δράγμα: Difference between revisions

From LSJ
1b
(4)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δράγμα:''' -ατος, τό ([[δράσσομαι]]),·<br /><b class="num">I.</b> όσα μπορεί να πιάσει [[κάποιος]] με το [[χέρι]], μια «[[χούφτα]]», [[δεμάτι]] σιταριού, Λατ. [[manipulus]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, [[δεμάτι]], [[χειρόβολο]], = [[ἄμαλλα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> άκοπο, μη αλεσμένο [[σιτάρι]], σε Ανθ., Λουκ.
|lsmtext='''δράγμα:''' -ατος, τό ([[δράσσομαι]]),·<br /><b class="num">I.</b> όσα μπορεί να πιάσει [[κάποιος]] με το [[χέρι]], μια «[[χούφτα]]», [[δεμάτι]] σιταριού, Λατ. [[manipulus]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, [[δεμάτι]], [[χειρόβολο]], = [[ἄμαλλα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> άκοπο, μη αλεσμένο [[σιτάρι]], σε Ανθ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''δράγμα:''' ατος τό [[δράσσομαι]]<br /><b class="num">1)</b> горсть, пригоршня (ψαιστῶν Anth.): τὰ δράγματα [[ταρφέα]] πίπτει Hom. (колосья под ударами серпов) падают горсть за горстью;<br /><b class="num">2)</b> охапка, сноп (δράγματα τεθερισμένα Xen., Plut.);<br /><b class="num">3)</b> pl. колосья, урожай (ὕσαντος τοῦ θεοῦ εὐθαλῆ [[ἔσται]] τὰ δράγματα Luc.): πρώτης δράγματα φυταλιῆς Anth. первый сбор урожая, первинки.
}}
}}