εἴρω: Difference between revisions

1,066 bytes added ,  30 December 2018
4
(10)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εἴρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[συναρμολογώ]], [[συναρμόζω]]<br /><b>2.</b> [[παρεμβάλλω]], [[εμπλέκω]]<br /><b>3.</b> (για λόγο) [[συνδέω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «εἰρομένη [[λέξις]]» — χαλαρό ύφος του λόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ενεστώτα (με [[επίθημα]] -<i>ye</i>- / -<i>yo</i>-) που σχηματίζεται από την απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ser</i>- «[[βάζω]] στη [[σειρά]] το ένα [[κοντά]] στο [[άλλο]]», η οποία απαντά σε όλους τους ρηματικούς και σε ορισμένους ονοματικούς τ. Η [[ταυτοσημία]] του [[είρω]] με το λατ. <i>ser</i><i>ō</i> οδήγησε στη [[σύνδεση]] τών δύο τ., ενώ η [[απώλεια]] της δασύτητας στον ελληνικό τ. εξηγείται από τη σπάνια [[εμφάνιση]] του ρήματος ως απλού, το οποίο απαντά εν συνθέσει [[κυρίως]] με την [[πρόθεση]] <i>συν</i>. Εντούτοις υπάρχουν ίχνη δασύτητας, αν ληφθεί υπ' όψιν ο τ. [[είρω]] που παραδίδει το <i>Etymologicum Magnum</i> και το ομηρ. <i>εέρμενος</i>, το οποίο [[παρά]] την ψίλωσή του προϋποθέτει [[θέμα]] με αρχικό δασύ. Δασεία [[επίσης]] εμφανίζεται στα <i>έρματα</i>, [[ειρμός]]. Η [[υπόθεση]] ότι η [[δασεία]] οφείλεται στο ακολουθούν [[σύμπλεγμα]] -<i>ρμ</i>- δεν έχει ισχυρή [[βάση]]. Στη [[ρίζα]] <i>ser</i>-, εξάλλου, ανάγονται τα οσκ. <i>aserum</i>, αρχ. ιρλ. <i>sernaid</i>, ιρλ. <i>sreth</i>, τοχ. A' <i>sark</i>, Β' <i>serke</i> «[[γένος]], [[φυλή]], [[στεφάνι]]» και με ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ρίζας τα <i>όρμος</i>, [[ορμιά]], [[ορμαθός]]].———————— <b>(II)</b><br />[[εἴρω]] (Α)<br /><b>1.</b> λέω, [[μιλώ]]<br /><b>2.</b> [[αναγγέλλω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο μεμονωμένος [[ενεστωτικός]] τ. [[είρω]], που στον Όμηρο απαντά με αρχικό <i>F</i>- (<i>Fείρω</i>), θεωρείται [[νεώτερος]] [[σχηματισμός]] από τον μέλλ. (<i>F</i>)<i>ερέ</i>-[[σ]]-<i>ω</i> [[κατά]] το [[πρότυπο]] του <i>κτεν</i>-<i>έ</i>[[σ]]<i>ω</i>: [[κτείνω]]. Ο μέλλ. (<i>F</i>)[[ερέω]] (<span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)<i>ερέ</i>-<i>σω</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i><i>ә</i><sub>1</sub>-, παρεκτεταμένη [[μορφή]] της αρχικής IE <i>wer</i>- «[[μιλώ]], λέω με στόμφο». Όλοι [[σχεδόν]] οι άλλοι ρηματικοί και [[κυρίως]] οι ονοματικοί τύποι ερμηνεύονται με [[αναγωγή]] σε [[ρίζα]] <i>wr</i><i>ē</i>- (αρχ. ελλ. <i>Fρη</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>Fε</i>-<i>Fρη</i>-<i>μαι</i>, παθ. αόρ. <i>εFρή</i>-<i>θην</i> [[αλλά]] και <i>Fρη</i>-<i>τός</i> &GT; [[ρητός]] που αντιστοιχεί ακριβώς σε αβ. <i>urv</i><i>ā</i><i>ta</i>- «[[τάξη]], [[διαταγή]], αρχ. ινδ. <i>vrata</i>- «[[παραγγελία]], [[τάμα]]»). Το ίδιο θ. απαντά στα [[διαρρήδην]], <i>ρήσις</i>, [[ρήτρα]], [[ρήτωρ]], [[καθώς]] και στο [[ρήμα]] που συνδέεται με λατ. <i>ver</i>-<i>bum</i>, όπου απαντά η αρχική ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i>- και [[επίθημα]] -<i>dh</i>-, ενώ η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας απαντά στο αρχ. άνω γερμ. <i>wort</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>word</i>). Ο μη χρησιμοποιούμενος ενεστώτας [[είρω]] αντικαταστάθηκε από τα [[φημί]], [[λέγω]], [[αγορεύω]], ενώ ως αόριστός του λειτούργησε ο τ. [[είπον]]<br />εν χρήσει παρέμειναν οι τύποι του μέλλ., του παρακμ. και του παθ. αορ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ερώ</i>, <i>είρηκα</i>, <i>ερρήθην</i>)].———————— <b>(III)</b><br />[[εἴρω]] (Α)<br />[[ερωτώ]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εἴρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[συναρμολογώ]], [[συναρμόζω]]<br /><b>2.</b> [[παρεμβάλλω]], [[εμπλέκω]]<br /><b>3.</b> (για λόγο) [[συνδέω]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «εἰρομένη [[λέξις]]» — χαλαρό ύφος του λόγου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ενεστώτα (με [[επίθημα]] -<i>ye</i>- / -<i>yo</i>-) που σχηματίζεται από την απαθή [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>ser</i>- «[[βάζω]] στη [[σειρά]] το ένα [[κοντά]] στο [[άλλο]]», η οποία απαντά σε όλους τους ρηματικούς και σε ορισμένους ονοματικούς τ. Η [[ταυτοσημία]] του [[είρω]] με το λατ. <i>ser</i><i>ō</i> οδήγησε στη [[σύνδεση]] τών δύο τ., ενώ η [[απώλεια]] της δασύτητας στον ελληνικό τ. εξηγείται από τη σπάνια [[εμφάνιση]] του ρήματος ως απλού, το οποίο απαντά εν συνθέσει [[κυρίως]] με την [[πρόθεση]] <i>συν</i>. Εντούτοις υπάρχουν ίχνη δασύτητας, αν ληφθεί υπ' όψιν ο τ. [[είρω]] που παραδίδει το <i>Etymologicum Magnum</i> και το ομηρ. <i>εέρμενος</i>, το οποίο [[παρά]] την ψίλωσή του προϋποθέτει [[θέμα]] με αρχικό δασύ. Δασεία [[επίσης]] εμφανίζεται στα <i>έρματα</i>, [[ειρμός]]. Η [[υπόθεση]] ότι η [[δασεία]] οφείλεται στο ακολουθούν [[σύμπλεγμα]] -<i>ρμ</i>- δεν έχει ισχυρή [[βάση]]. Στη [[ρίζα]] <i>ser</i>-, εξάλλου, ανάγονται τα οσκ. <i>aserum</i>, αρχ. ιρλ. <i>sernaid</i>, ιρλ. <i>sreth</i>, τοχ. A' <i>sark</i>, Β' <i>serke</i> «[[γένος]], [[φυλή]], [[στεφάνι]]» και με ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] ρίζας τα <i>όρμος</i>, [[ορμιά]], [[ορμαθός]]].———————— <b>(II)</b><br />[[εἴρω]] (Α)<br /><b>1.</b> λέω, [[μιλώ]]<br /><b>2.</b> [[αναγγέλλω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο μεμονωμένος [[ενεστωτικός]] τ. [[είρω]], που στον Όμηρο απαντά με αρχικό <i>F</i>- (<i>Fείρω</i>), θεωρείται [[νεώτερος]] [[σχηματισμός]] από τον μέλλ. (<i>F</i>)<i>ερέ</i>-[[σ]]-<i>ω</i> [[κατά]] το [[πρότυπο]] του <i>κτεν</i>-<i>έ</i>[[σ]]<i>ω</i>: [[κτείνω]]. Ο μέλλ. (<i>F</i>)[[ερέω]] (<span style="color: red;"><</span> (<i>F</i>)<i>ερέ</i>-<i>σω</i>) ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i><i>ә</i><sub>1</sub>-, παρεκτεταμένη [[μορφή]] της αρχικής IE <i>wer</i>- «[[μιλώ]], λέω με στόμφο». Όλοι [[σχεδόν]] οι άλλοι ρηματικοί και [[κυρίως]] οι ονοματικοί τύποι ερμηνεύονται με [[αναγωγή]] σε [[ρίζα]] <i>wr</i><i>ē</i>- (αρχ. ελλ. <i>Fρη</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> παρακμ. <i>Fε</i>-<i>Fρη</i>-<i>μαι</i>, παθ. αόρ. <i>εFρή</i>-<i>θην</i> [[αλλά]] και <i>Fρη</i>-<i>τός</i> &GT; [[ρητός]] που αντιστοιχεί ακριβώς σε αβ. <i>urv</i><i>ā</i><i>ta</i>- «[[τάξη]], [[διαταγή]], αρχ. ινδ. <i>vrata</i>- «[[παραγγελία]], [[τάμα]]»). Το ίδιο θ. απαντά στα [[διαρρήδην]], <i>ρήσις</i>, [[ρήτρα]], [[ρήτωρ]], [[καθώς]] και στο [[ρήμα]] που συνδέεται με λατ. <i>ver</i>-<i>bum</i>, όπου απαντά η αρχική ΙΕ [[ρίζα]] <i>wer</i>- και [[επίθημα]] -<i>dh</i>-, ενώ η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας απαντά στο αρχ. άνω γερμ. <i>wort</i> (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>word</i>). Ο μη χρησιμοποιούμενος ενεστώτας [[είρω]] αντικαταστάθηκε από τα [[φημί]], [[λέγω]], [[αγορεύω]], ενώ ως αόριστός του λειτούργησε ο τ. [[είπον]]<br />εν χρήσει παρέμειναν οι τύποι του μέλλ., του παρακμ. και του παθ. αορ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ερώ</i>, <i>είρηκα</i>, <i>ερρήθην</i>)].———————— <b>(III)</b><br />[[εἴρω]] (Α)<br />[[ερωτώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εἴρω:''' (Α), αόρ. αʹ [[εἶρα]] ή [[ἔρσα]], μτχ. Παθ. παρακ. <i>ἐρμένος</i>, Επικ. [[ἐερμένος]]· [[δένω]], [[συνδέω]] σε σειρές, σε αράδες, περνώ σε σπάγγο ή [[κλωστή]], ἠλέκτροισιν [[ἐερμένος]], [[περιδέραιο]] («κολλιέ») στο οποίο έχουν περαστεί χάντρες από [[κεχριμπάρι]], σε Ομήρ. Οδ. (πιθ. √<i>ΣΕΡ</i>, πρβλ. Λατ. ser-o, serui, [[σειρά]]).<br /><b class="num">• [[εἴρω]]:</b> (Β), λέω, [[μιλώ]], [[εκφράζω]], σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Όμηρ.· [[αλλά]] στον Ιων. πεζό λόγο, η Μέσ. σημαίνει, [[προκαλώ]], [[γίνομαι]] [[αίτιος]] να ειπωθεί [[κάτι]] για μένα, δηλ. [[ρωτώ]], όπως το Αττ. <i>ἐροῦμαι</i>. (<i>√ϜΕΡ</i>, πρβλ. Λατ. [[verbum]], [[λόγος]], [[λέξη]]).
}}
}}