εἴρω

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴρω Medium diacritics: εἴρω Low diacritics: είρω Capitals: ΕΙΡΩ
Transliteration A: eírō Transliteration B: eirō Transliteration C: eiro Beta Code: ei)/rw

English (LSJ)

(A), aor. εἶρα (v. infr.), also ἔρσα (v. διείρω):—Pass., pf. part. ἐρμένος (ἐν-) Hdt.4.190; Ep. ἐερμένος (v. infr.):—mostly in compds., ἀν-, δι-, ἐν-, ἐξ-, συν-είρω:—
A fasten together in rows, string, used by Hom. only in Ep. pf. Pass., ἠλέκτροισιν ἐερμένος [a necklace] strung with pieces of amber, Od.18.296, and plpf. Pass., μετὰ δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο 15.460; περὶ στήθεσσιν ἔερτο [μίτρη] A.R.3.868; τὸ εὖ εἰρόμενον a connected system, Plot.2.3.7.
II after Hom.in Act., στεφάνους εἴ. Pi.N.7.77; εἴ. τὰ θεῖα Plu.2.1029c; insert, εἰς βρόχον εἴρας τὸν τράχηλον Zaleuc. ap. Stob.4.2.19 ad fin., cf. PMag.Par.1.259; especially in speech, string together, ὁ εἴρας καὶ συνυφάνας ἕκαστα [λόγος] Ph.1.499; θρῆνον J.BJ6.5.3; πολλὰ ὀνόματα Philostr.VA 1.20, cf. 6.17; οἱ μηδὲ δύο σχεδὸν ῥήματα δεξιῶς εἴρειν δυνάμενοι S.E. M.1.98:—Pass., εἰρομένη λέξις continuous, running style, i.e. not antithetic or with balanced periods, Arist.Rh.1409a29.
2 εἰρόμενον, τό, 'dossier' of documents, Mitteis Chr.184.9 (iii A.D.); εἰ. τραπεζιτικόν PLips.9.22. (Etym. dub., cf. either Lat. sero or Lith. vérti 'thread'.)

(B),
A say, speak, tell:—Act. is used by Hom. only in Od., and in 1 pers., μνηστῆρσιν δ'… τάδε εἴρω 2.162, cf. 13.7; τὰ δέ τοι νημερτέα εἴρω 11.137:—Med. in same sense, καὶ εἴρετο δεύτερον αὖτις Il.1.513; εἴροντο δὲ κήδε' ἑκάστη Od.11.542, cf. Nic.Th.359:—Pass., 3sg. εἴρεται is said, Arat.172,261: for other forms v. ἐρῶ. (ϝέρ-yω, fr. root of ἐρῶ, q.v.)

(C),
A ask: for Act. forms (stem ἐρε (ϝ)-), v. ἐρέω (A): for Med. forms (stems ἐρε (ϝ)- and ἐρ (ϝ)-), v. ἔρομαι, ἐπείρομαι.

Spanish (DGE)

• Morfología: [3a sg. impf. εἶρεν B.17.20, 74]
1 decir μνηστῆρσιν δ' ... τάδε εἴρω Od.2.162, cf. 13.7, τὰ δέ τοι νημερτέα εἴρω Od.11.137, εἶρεν τε· B.ll.cc., τὸ γὰρ ‘εἴρειν’ λέγειν ἐστίν Pl.Cra.398d, cf. 408a, ἓν τοῦτο δ'εἴρει Men.Mis.297.
2 indicar, mostrar εἴρει (σελήνη) ὁποσταίη μηνὸς περιτέλλεται ἠώς Arat.739.
• Etimología: De *(H)u̯erH1- > Ϝερω > εἴρω, cf. lat. uerbum; y en ø/ø ai. vratá- ‘orden’ y en ø/P ῥήτωρ, εἴρηκα < *(H)u̯reH1-.
• Morfología: [aor. εἶρα Ph.1.499, Zaleuc.p.228.17, Philostr.VA 1.20, PMag.4.259; part. perf. pas. ἐερμένος Od.15.460, h.Ap.104, plusperf. 3a sg. ἔερτο Od.18.296]
1 ensartar c. dat. instrum. de las piezas ensartadas, en v. pas. ὅρμον ... χρύσεον, ἠλέκτροισι ἐερμένον un collar de oro, ensartado con cuentas de ámbar, Od.18.296, cf. 15.460
ensartar, atar c. ac. y dat. instrum. de con qué se ensarta φόρει (λεπίδα) εἴρας ἱμάντι ὄνου PMag.l.c.
enristrar, atar en ristras el pescado SB 12495.15, 19 (I d.C.), en v. pas. εἰρμένος (ἰχθῦς) SB 12495.16 (I d.C.)
introducir, meter εἰς βρόχον εἴρας τὸν τράχηλον metiendo el cuello en el dogal Zaleuc.l.c.
2 engarzar, ligar, enlazar ὁ δ' εἴρας καὶ συνυφήνας ἕκαστα (el logos divino) es el que liga y entreteje todas las cosas Ph.l.c., οἱ μηδὲ δύο σχεδόν ῥήματα δεξιῶς εἴρειν δυνάμενοι γραμματικοί S.E.M.1.98, en v. pas. χρὴ δὲ τὴν ἱστορικὴν πραγματείαν εἰρομένην εἶναι D.H.Th.9.9, cf. Comp.26.14, οὐκ εἰρόμενα τὰ ἐνύπνια sueños incoherentes, sin ilación Arist.Insomn.461a22, cf. 27
trenzar, entrelazar εἴρειν στεφάνους fig. del poema, Pi.N.7.77, en v. pas. μέγαν ὅρμον χρυσείοισι λίνοισιν ἐερμένον una gran guirnalda entrelazada con hilos de oro, h.Ap.l.c.
encadenar, concatenar en etim. estoicas de εἱμαρμένη (cf. εἱρμός 2): εἱμαρμένην δὲ διὰ τὸ εἴρειν τε καὶ χωρεῖν ἀκωλύτως Arist.Mu.401b9, cf. Chrysipp.Stoic.2.265, εἱμαρμένη τε γὰρ προσαγορεύεται ὡς ἂν εἰρομένη τις Plu.2.570b, cf. D.L.7.149
ret. λέξις εἰρομένη estilo continuo, seguido, coordinado caracterizado por la sucesión paratáctica de las oraciones, op. κατεστραμμένη Arist.Rh.1409a30, (oratio) perpetua, quam Graeci εἰρομένην λέξιν appellant Aquila 18
enumerar πολλὰ ... εἴρας ὀνόματα Philostr.l.c.
part. neutr. subst. τὸ εἰρόμενον lista de resúmenes de contratos registrados en la escribanía pública ἐξ εἰρομένου μνημονικοῦ χρηματισμῶν κα (ἔτους) PMil.Vogl.98.34 (II d.C.), ἀντίγραφον ὁμολο(γίας) ἐνοικήσεως ἐξ ἰρομ(ένου) τό(μου) Καρανίδ(ος) PMich.570.1 (II d.C.), ἐξ εἰρομ(ένου) κώμη(ς) μʹ τό(μου) κο(λλήματος) πα τοῦ τετάρτου ἔτους PMich.625.5, cf. PMil.Vogl.227.1 (ambos II d.C.), Mitteis Chr.184.9 (III d.C.).
3 ceñir, rodear en v. pas. θυώδεϊ κάτθετο μίτρῃ ἥ τέ οἱ ... περὶ στήθεσσιν ἔερτο lo colocó (el filtro) en el perfumado ceñidor, que estaba enrollado en torno a sus pechos A.R.3.868, ἀμφὶ τε κεβλὴν εἰρμένος ἀγλίθων ... ἔχει στέφανον ceñido en su cabeza tiene una corona de ajos Call.Fr.657.
• Etimología: Prob. de *ser- (cf. lat. sero, air. sernaid, etc.), c. pérdida de aspiración inicial, que se encuentra en ἕρματα, ὅρμος (< *sor-m-), etc.

German (Pape)

[Seite 735] ἐρῶ, εἴρηκα, s. ερ. aor. εἶρα u. ἔρσα, Hippocr. (vgl. compp.), aneinanderreihen; στεφάνους Pind. N. 5, 77, d. i. flechten; aber εἰρομένη λέξις ist bei Ar. rhet. 3, 9, im Gegensatz von κατεστραμμένη, ein gedehnter Styl, aus locker aneinandergereiheten Sätzen bestehend, συνδέσμῳ μία, ἣ οὐδὲν ἔχει τέλος καθ' αὑτήν, ἂν μὴ τὸ πρᾶγμα λεγόμενον τελειωθῇ, vgl. Plut. εἰρόμενος λόγος (nach conj.) stoic. rep. 28; εἰρομένης ἀκρασίας garrul. 10. – Dahin gehört als perf. pass. ἐερμένος, ἠλέκτροισιν, von einem goldenen Halsbande mit Elektron, Od. 18, 295, wie 15, 460 μετὰ δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο.

French (Bailly abrégé)

1Act. seul. prés. et ao. εἶρα;
nouer, attacher, entrelacer ; Pass. ἠλέκτροισιν ἐερμένος OD (collier) fait de chaînons d'électron entrelacés ; μετὰ δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο OD (ce collier) était fait de chaînons d'électron entrelacés ; fig. εἰρομένη λέξις ARSTT style bien lié, continu, càd sans antithèses ou sans périodes balancées.
Étymologie: R. Σερ, nouer, attacher = lat. sero ; cf. σειρά.
2rare au prés. ; f. ἐρῶ, ao. inus., pf. εἴρηκα;
Pass. ao. ἐρρήθην, pf. εἴρημαι;
1 dire, parler : τινί τι, dire qch à qqn ; d'ord. au f. et au pf. : ἐρεῖν τι πρός τινα ATT dire qch à qqn ; κακῶς ἐρεῖν τινα, dire du mal de qqn ; ἐρεῖν τινά τι, dire qch de qqn;
2 particul. annoncer (une nouvelle, etc.);
3 convenir de : μισθὸς εἰρημένος HDT salaire convenu ; abs. εἰρημένον γὰρ δίκας μὲν τῶν διαφορῶν ἀλλήλοις διδόναι καὶ δέχεσθαι THC car bien qu'il soit dit (dans les traités) que les différends réciproques seront réglés à l'amiable;
4 ordonner : τινι avec l'inf. à qqn de ; Pass. εἴρητό οἱ avec l'inf. HDT il lui avait été ordonné de;
5 mentionner : οὗτοι μὲν οἱ παραθαλάσσιοι εἰρέαται (ion.) HDT j'ai parlé plus haut de ces populations maritimes.
Étymologie: R. Ϝερ, dire = lat. verbum ; de la R. parallèle Ϝρη viennent les pf. εἴρηκα = *ϜέϜρηκα, le f. Pass. ῥηθήσομαι, etc.

Russian (Dvoretsky)

εἴρω:
I (aor. εἶρα; pass.: эп. 3 л. sing. ppf. ἔερτο, эп. part. pf. ἐερμένος)
1 плести, сплетать, свивать (στεφάνους Pind.);
2 низать, нанизывать (ὅρμος ἠλέκτροισιν ἐερμένος Hom.): εἰρομένη λέξις Arst. непрерывная речь.
II эп.-ион. εἰρέω (fut. ἐρῶ - эп.-ион. ἐρέω, pf. εἴρηκα, ppf. εἰρήκειν; pass.: fut. ῥηθήσομαι, aor. ἐρρήθην и ἐρρέθην - ион. εἰρέθην, pf. εἴρημαι)
1 говорить (τινί τι Hom.; τὸ εἴ. λέγειν ἐστίν Plat.): οὐκ ἄλλα ἢ ἃ ἂν γιγνώσκω βέλτιστα ἐρῶ Thuc. я выскажу лишь то, что считаю наилучшим; ἐπεὶ ταῦτα ἐρρήθη Xen. после этих слов; εἴρηται λόγος Aesch. слово сказано, т. е. я кончил; κακῶς ἐρεῖν τινα Eur. дурно отзываться о ком-л.;
2 говорить, приказывать: εἴρηκα πάντας πείθεσθαί σοι Xen. я приказал всем слушаться тебя; εἴρητο συλλέγεσθαι (ὁ στρατός) Her. войску приказано было собраться;
3 оговаривать, обусловливать: μισθὸς εἰρημένος Hes., Her.; обусловленное вознаграждение - см. тж. ἔρομαι.

Greek (Liddell-Scott)

εἴρω: (Α): ἀόρ. εἶρα (ἴδε κατωτ.), ὡσαύτως ἔρσα (ἴδε διείρω): ― Παθ., μετοχ. πρκμ. ἐρμένος (ἐν-) Ἡρόδ. 4. 190· Ἐπ. ἐερμένος, ἴδε κατωτ., εἰρμένος Βακχυλ. 16. 116 (ἔκδ. Blass)· ― τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα εἶναι σπάνιον, πρβλ. ἀν-, δι-, ἐν-, ἐξ-, συν- είρω· (περὶ τῆς ῥίζης, ἴδε ἀείρω)· συνείρω, συνάπτω, πλέκω, ὁρμαθίζω, κοινῶς «ὁρμαθιάζω», παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ Ἐπ. παθ. πρκμ., ὅρμον... ἠλέκτροισιν ἐερμένον, «ὡρμαθιασμένον», Ὀδ. Σ. 296· καὶ παθ. ὑπερσυντ., μετὰ δ’ ἠλέκτροισιν ἔερτο Ὀδ. Ο. 460· οὕτω, περὶ στήθεσσιν ἔερτο μίτρη Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 868. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρ. ἐν τῷ ἐνεργ., στεφάνους εἴρην, Λατ. coronas nectere, Πινδ. Ν. 7. 113· εἴρ. τὰ θεῖα Πλούτ. 2. 1029C· δένω, περιδένω, εἰς βρόχον εἴρας τὸν τράχηλον Ζάλευκος παρὰ Στοβ. 280. 39: ― Παθ., εἰρομένη λέξις, συνεχὲς καὶ χαλαρὸν ὕφος, δηλ. οὐχὶ μετ’ ἀντιθέσεων, ἤτοι μετὰ περιόδων καὶ κώλων ἀντιστοιχούντων καὶ οὕτως εἰπεῖν ἰσορροπούντων, ἀντιτίθεται τῇ κατεστραμμένῃ λέξει, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 2· πρβλ. συνείρω ΙΙ.

English (Autenrieth)

(1) (root ϝερ, cf. verbum), assumed pres. for fut. ἐρέω, -έει, -έουσι, part. ἐρέων, ἐρέουσα, pass. perf. εἴρηται, part. εἰρημένος, plup. εἴρητο, fut. εἰρήσεται, aor. part. dat. sing. ῥηθέντι: say, speak, declare; strictly with regard merely to the words said; announce, herald, (Ἠώς) Ζηνὶ φόως ἐρέουσα, Il. 2.49; (Ἑωσφόρος) φόως ἐρέων ἐπὶ γαῖαν, Il. 23.226.
(2) (root σερ, cf. sero), only pass. perf. part. ἐερμένος, plup. ἔερτο: string, as beads; μετὰ (adv.) δ' ἠλέκτροισιν ἔερτο, at intervals ‘was strungwith beads of amber, Od. 15.460 ; ὅρμος ἠλέκτροισιν ἐερμένος, Od. 18.296; γέφῦραι ἐερμέναι, ‘joined’ in succession, Il. 5.89.

English (Slater)

εἴρω weave εἴρειν στεφάνους ἐλαφρόν (N. 7.77)

Greek Monolingual

(I)
εἴρω (Α)
1. συναρμολογώ, συναρμόζω
2. παρεμβάλλω, εμπλέκω
3. (για λόγο) συνδέω
4. φρ. «εἰρομένη λέξις» — χαλαρό ύφος του λόγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστώτα (με επίθημα -ye- / -yo-) που σχηματίζεται από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ser- «βάζω στη σειρά το ένα κοντά στο άλλο», η οποία απαντά σε όλους τους ρηματικούς και σε ορισμένους ονοματικούς τ. Η ταυτοσημία του είρω με το λατ. serō οδήγησε στη σύνδεση τών δύο τ., ενώ η απώλεια της δασύτητας στον ελληνικό τ. εξηγείται από τη σπάνια εμφάνιση του ρήματος ως απλού, το οποίο απαντά εν συνθέσει κυρίως με την πρόθεση συν. Εντούτοις υπάρχουν ίχνη δασύτητας, αν ληφθεί υπ' όψιν ο τ. είρω που παραδίδει το Etymologicum Magnum και το ομηρ. εέρμενος, το οποίο παρά την ψίλωσή του προϋποθέτει θέμα με αρχικό δασύ. Δασεία επίσης εμφανίζεται στα έρματα, ειρμός. Η υπόθεση ότι η δασεία οφείλεται στο ακολουθούν σύμπλεγμα -ρμ- δεν έχει ισχυρή βάση. Στη ρίζα ser-, εξάλλου, ανάγονται τα οσκ. aserum, αρχ. ιρλ. sernaid, ιρλ. sreth, τοχ. A' sark, Β' serke «γένος, φυλή, στεφάνι» και με ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας τα όρμος, ορμιά, ορμαθός].
(II)
εἴρω (Α)
1. λέω, μιλώ
2. αναγγέλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μεμονωμένος ενεστωτικός τ. είρω, που στον Όμηρο απαντά με αρχικό F- (Fείρω), θεωρείται νεώτερος σχηματισμός από τον μέλλ. (F)ερέ-σ-ω κατά το πρότυπο του κτεν-έσω: κτείνω. Ο μέλλ. (F)ερέω (< (F)ερέ-σω) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα werә1-, παρεκτεταμένη μορφή της αρχικής IE wer- «μιλώ, λέω με στόμφο». Όλοι σχεδόν οι άλλοι ρηματικοί και κυρίως οι ονοματικοί τύποι ερμηνεύονται με αναγωγή σε ρίζα wrē- (αρχ. ελλ. Fρη-, πρβλ. παρακμ. -Fρη-μαι, παθ. αόρ. εFρή-θην αλλά και Fρη-τός > ρητός που αντιστοιχεί ακριβώς σε αβ. urvāta- «τάξη, διαταγή, αρχ. ινδ. vrata- «παραγγελία, τάμα»). Το ίδιο θ. απαντά στα διαρρήδην, ρήσις, ρήτρα, ρήτωρ, καθώς και στο ρήμα που συνδέεται με λατ. ver-bum, όπου απαντά η αρχική ΙΕ ρίζα wer- και επίθημα -dh-, ενώ η συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας απαντά στο αρχ. άνω γερμ. wort (πρβλ. αγγλ. word). Ο μη χρησιμοποιούμενος ενεστώτας είρω αντικαταστάθηκε από τα φημί, λέγω, αγορεύω, ενώ ως αόριστός του λειτούργησε ο τ. είπον
εν χρήσει παρέμειναν οι τύποι του μέλλ., του παρακμ. και του παθ. αορ. (πρβλ. ερώ, είρηκα, ερρήθην)].
(III)
εἴρω (Α)
ερωτώ.

Greek Monotonic

εἴρω: (Α), αόρ. αʹ εἶρα ή ἔρσα, μτχ. Παθ. παρακ. ἐρμένος, Επικ. ἐερμένος· δένω, συνδέω σε σειρές, σε αράδες, περνώ σε σπάγγο ή κλωστή, ἠλέκτροισιν ἐερμένος, περιδέραιο («κολλιέ») στο οποίο έχουν περαστεί χάντρες από κεχριμπάρι, σε Ομήρ. Οδ. (πιθ. √ΣΕΡ, πρβλ. Λατ. ser-o, serui, σειρά).
εἴρω: (Β), λέω, μιλώ, εκφράζω, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Όμηρ.· αλλά στον Ιων. πεζό λόγο, η Μέσ. σημαίνει, προκαλώ, γίνομαι αίτιος να ειπωθεί κάτι για μένα, δηλ. ρωτώ, όπως το Αττ. ἐροῦμαι. (√ϜΕΡ, πρβλ. Λατ. verbum, λόγος, λέξη).

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: v.
Meaning: knit together,
Other forms: mostly present, aor. εἶραι, ἔρσαι (Ion.-Att.; cf. Schwyzer 753), perf. med. Ptz. ἐερμένος, εἰρμένος (Ion. etc.), plusquamperf. ἔερτο (Hom.), perf. act. δι-εῖρκα (X.) fit together, mostly with prefix, esp. συν-είρω
Compounds: also ἐν-, ἀν-, δι-, ἐξ- u. a. (Ion.-Att.).
Derivatives: ἕρματα pl. earhangers (Od.), sling (Ael.), also καθέρματα (Anacr.); ἔνερσις (ἐνείρω) fit together (Th. 1, 6), δίερσις sting through (hell.); from present εἱρμός connecting (Arist.; on spir. asper s. below), συνειρμός (Demetr. Eloc. 180); - with ο-Ablaut ὅρμος chain, collar (s. v.), from where ὁρμιά, ὁρμαθός.
Origin: IE [Indo-European] [911] *ser- fit together
Etymology: Beside the Jot present εἴρω (as simplex only Pi. and Arist.), with full grade, Latin has serō; this etymology supposes, that εἴρω lost the spir. asper, which is understandable as the simplex is rare compared with συν-είρω etc.; an aspirated εἵρω is mentioned by EM 304, 30 (s. Solmsen Unt. 292 n. 2). Also the verbal nouns may have the old aspir., if it did not arise sec. before ρμ (cf. Schwyzer 306). - Traces of the verb and nouns in: Italic, Osc. aserum asserere, in Celtic OIr. sern(a)id serit, nasal present, coincided with sern(a)id sternit (Thurneysen Grammar 133); further the nouns Skt. sarat f. thread (Lex.), OLith. sėris thread; further OWNo. sørvi n. collar (PGm. *saru̯ii̯a-), from where the old Germ. word for weapon, equipment, e. g. Goth. sarwa n. pl. (PGm. *saru̯a-, IE *sor-u̯o-; with *sor-mo- parallel to ὅρμος); also Toch. A sark, B serke m. wreath (Schneider KZ 66, 259, Duchesne-Guillemin BSL 41, 161; IE *sor-ko-, *sor-g(h)o-). - The parallel ἔνερσις = inserti-ō is due to parallel innovation. - Diff. on εἴρω Sommer Lautstud. 134. - W.-Hofmann s. serō.
2.
Grammatical information: v.
Meaning: say.
Other forms: only 1. sg. pres. (Od.) and 3. sg. εἶρεν as aorist (B. 16, 20; 74), but εἴρετο (Α 513), -οντο (λ 342) rather asked (cf. Chantr. Gramn. hom. 1, 341 n. 3), εἴρεται (Arat.) for εἴρηται as sometimes hell. εἴρεκα for εἴρηκα (to ἐρρέθην), fut. ep. Ion. ἐρέω, Att. ἐρῶ, perf. med. εἴρηται (Il.; Arg. ϜεϜρημένος, Cret. Ϝερημένος), with fut. pass. ει᾽ρήσομαι (ep. Ion. Il.), perf. act. εἴρηκα (A., Ar.), aor. pass. ptc. ῥηθείς (Od.), εἰρέθην (Hdt.; rather with Lejeune Traité de phon. 136 after εἴρηται than with Schwyzer 654 from *ἐϜρέθην), Att. ἐρρήθην, hell. innovation ἐρρέθην, fut. ῥηθήσομαι (Att.) - As aorist εἶπον is used, as present φημί, λέγω, hell. also ἐρῶ (Schwyzer 784 n. 4) with ipf. ἤρεον (εἴ-) said (Hp.).
Compounds: Often with prefix: προ-, προσ-, κατ-, also ἀν-, ἀπ-, δι-, ἐπ-, συν-, ὑπ-ερῶ etc.
Derivatives: Action nouns: ῥῆσις (Ion.-Att. φ 291), Arc. Ϝρῆσις pronunciation, speech (on the meaning Chantr. Form. 283, further Holt Les noms d'action en -σις 87f. w. n. 1), often to the prefixed verbs: ἀνά-, ἀπό-, διά-, ἐπί-, κατά-, παρά-, πρό-, πρόσ-ρησις (cf. Holt, s. index); ῥῆμα statement, word, story, as grammatical terminus verb (Ion. Archil.), also ἀπό-, ἐπί-, πρό-, πρόσ-ρημα; ῥήτρα, (ξ 393, X., Dor.), El. Ϝράτρα *Schwyzer 679), Cypr. with dissim. Ϝρήτα (from where εὑϜρητάσατυ) agreement, treaty, law, pronunciation (Chantr. Form. 333), with ῥητρεύω pronounce (Lyc.); on τρα-suffix cf. ῥητήρ, ῥήτωρ. - Agent nouns: ῥητήρ speaker (Ι 443), ῥήτωρ speaker, esp. orator in state affairs (trag., Att.). - Verbal adj. ῥητός agreed, settled (Φ 445 < *u̯rh₁-tos; cf. Ammann Μνήμης χάριν 1, 20), pronounceable, what can be said, rational (A., S.), often opposed to ἄρρητος (e. g. Hes. Op. 4), ἀπό-, ἐπί-, πρό-ρρητος; παρα-ρρητός convincing (Il.; to παρά-φημι, -ειπεῖν). - Adv. δια-ρρήδην expressly (h. Merc. etc.; Schwyzer-Debrunner 450), ἐπι-ρρήδην open (hell.), ῥήδην only A. D., EM (from δια-ρρ.). - Note the juridical and official meaning of many of the nouns (cf. the non-Greek cognates below); see Porzig Satzinhalte 265f., Fournier Les verbes "dire" 5ff., 94ff., 224ff.
Origin: IE [Indo-European] [1162] *u̯erh₁-, u̯r̥h₁- speak (officially)
Etymology: With exception of isolated (Ϝ)είρω (on the digamma Chantr. Gramm. hom. 1, 136), which is an innovation to (Ϝ)ερέ-[σ]ω after κτεν-έ[σ]ω: κτείνω (cf. also Hitt. u̯erii̯a- below; aoristic εἶρεν [B.] after κτεῖνεν?), all forms are from disyllabic (Ϝ)ερε- and (Ϝ)ρη-; the first in the future, the latter in the perfect (Ϝέ-Ϝρη-μαι etc.; Schwyzer 649), the passive aorist and the verbal nouns. - Cf. Hitt. Jotpresent u̯erii̯a- call, name, order (= (Ϝ)είρω, s. above), with the particle for the direct speech -wa(r)- prop. said (he); also the Russ. deverbat. vrú, vrátь lie, talk rot (< *vьrǫ, *vьrati) has been connected. Of the nouns compare Av. urvāta- n. pronouncement, order, (IE *u̯reh₁-to-?). With (unexplained) short vowel Av. urvata- n. = Skt. vratá- n. id., IE *u̯re/o-to- (?), Russ. etc. rotá oath, IE. *u̯ro-tā (?); monosyllabic with old dh-enlargement Lat. verbum, Lith. var̃das name, Goth. waúrd word. Very doubtful is (on a wrong place, after ἔραχος, given ἔρθει φθέγγεται H. (not to verbum, which would give *ἐρεθ-) - S. also εἴρων.

Middle Liddell

1 [The Root is prob. !σερ, cf. Lat. sero, serui, σειρά
to fasten together in rows, to string, ἠλέκτροισιν ἐερμένος a necklace strung with pieces of electron, Od.
2 [see ἐρῶ]

Frisk Etymology German

εἴρω: 1. (seit Pi.)
{eírō}
Forms: vorw. Präsensstamm, Aor. εἶραι, ἔρσαι (ion. att.; vgl. Schwyzer 753 m. Lit.), Perf. Med. Ptz. ἐερμένος, εἰρμένος (ion. usw.), Plusquamperf. ἔερτο (Hom.), Perf. Akt. διεῖρκα (X.) reihen, anfügen, zusammenfügen, meistens mit Präfix, insbes. συνείρω
Grammar: v.
Meaning: zusammenknüpfen,
Composita: auch ἐν-, ἀν-, δι-, ἐξ- u. a. (ion. att.).
Derivative: Ableitungen: ἕρματα pl. Ohrgehänge (Od.), Schlinge (Ael.), auch καθέρματα (Anakr.); ἔνερσις (ἐνείρω) das Einfügen, Hineinstecken (Th. 1, 6), δίερσις das Hindurchstecken (hell. u. sp.); vom Präsensstamm εἱρμός Anreihung, Verbindung, Verknüpfung (Arist.; zum Spir. asper s. unten), συνειρμός (Demetr. Eloc. 180); — mit ο-Ablaut ὅρμος Kette, Halsband (s. d.), wovon ὁρμιά, ὁρμαθός.
Etymology: Dem Jotpräsens εἴρω (als Simplex nur Pi. und seit Arist.), das wie alle übrigen Verbalformen Hochstufe zeigt, steht im Latein ein gleichbedeutendes hochstufiges Wurzelpräsens serō gegenüber; diese Etymologie setzt voraus, daß εἴρω den Spir. asper verloren hat, was in Anbetracht der Seltenheit des Simplex im Vergleich zu συνείρω usw. leicht verständlich ist; ein aspiriertes εἵρω wird übrigens von EM 304, 30 (s. Solmsen Unt. 292 A. 2) gelehrt. Auch die Verbalnomina können den alten Hauch bewahrt haben, sofern er nicht vor ρμ sekundär entstanden ist (vgl. Schwyzer 306). — Spuren von diesem Verb einschließlich davon abgeleiteter Nomina sind auch sonst vorhanden: im Italischen noch osk. aserum asserere, im Keltischen air. sern(a)id serit, Nasalpräsens, mit sern(a)id sternit zusammengefallen (Thurneysen Grammar 133); dazu die Nomina aind. sarat f. Faden (Lex.), alit. sėris Faden, Pechdraht; in Betracht kommt noch awno. sørvi n. Halsband (urg. *saru̯ii̯a-), von dem das altgerm. Wort für Waffen, Rüstung, z. B. got. sarwa n. pl. (urg. *saru̯a-, idg. *sor-u̯o-; mit *sor-mo- in ὅρμος parallel) nicht zu trennen ist (eig. "geknüpfter Harnisch" wie lat. serta lorīca o. ä.?); außerdem toch. A sark, B serke m. Geschlecht, Kranz (Schneider KZ 66, 259, Duchesne-Guillemin BSL 41, 161; idg. *sor-ko-, *sor-g(h)o-). — Die Gleichung ἔνερσις = inserti-ō beruht auf paralleler Neubildung. — Anders über εἴρω Sommer Lautstud. 134. — WP. 2, 499f., W.-Hofmann s. serō mit weiterer Lit.
Page 1,469
2.
{eírō}
Forms: nur 1. Sg. Präs. (Od.) und 3. Sg. εἶρεν in aoristischer Funktion (B. 16, 20; 74), aber εἴρετο (Α 513), -οντο (λ 342) vielmehr ‘fragte(n)’ (vgl. Chantraine Gramn. hom. 1, 341 A. 3), εἴρεται (Arat.) für εἴρηται wie vereinzelt hell. εἴρεκα für εἴρηκα (zu ἐρρέθην), Fut. ep. ion. ἐρέω, att. ἐρῶ, Perf. Med. εἴρηται (seit Il.; arg. ϝεϝρημένος, kret. ϝερημένος), dazu Fut. Pass. εἰρήσομαι (ep. ion. poet. seit Il.), Perf. Akt. εἴρηκα (A., Ar. usw.), Aor. Pass. Ptz. ῥηθείς (seit Od.), εἰρέθην (Hdt.; eher mit Lejeune Traité de phon. 136 nach εἴρηται als mit Schwyzer 654 aus *ἐϝρέθην), att. ἐρρήθην, hell. Neubildung ἐρρέθην, Fut. ῥηθήσομαι (att.) — Als Aorist fungiert εἶπον, als Präsens φημί, λέγω, hell. auch ἐρῶ (Schwyzer 784 A. 4 m. Lit.) mit dem Ipf. ἤρεον (εἴ-) sagte (Hp.).
Grammar: v.
Meaning: sagen.
Composita: Oft mit Präfix: προ-, προσ-, κατ-, auch ἀν-, ἀπ-, δι-, ἐπ-, συν-, ὑπερῶ usw.
Derivative: Ableitungen. Nomina actionis: 1. ῥῆσις (ion. att. seit φ 291), ark. ϝρῆσις Aussprache, Rede (zur Bed. Chantraine Formation 283, außerdem Holt Les noms d'action en -σις 87f. m. A. 1), oft zu den präfigierten Verba: ἀνά-, ἀπό-, διά-, ἐπί-, κατά-, παρά-, πρό-, πρόσρησις (vgl. Holt, s. Index); 2. ῥῆμα Ausspruch, Wort, Erzählung, als Grammatikerterminus Verbum (ion. poet. seit Archil., att.), auch ἀπό-, ἐπί-, πρό-, πρόσρημα; 3. ῥήτρα, -η (ξ 393, X. usw., dor.), el. ϝράτρα, kypr. mit Dissim. ϝρήτα (wovon εὐϝρητάσατυ) Verabredung, Vertrag, Gesetz, Ausspruch (Chantraine Formation 333), mit ῥητρεύω aussprechen (Lyk.); zum τρα-Suffix vgl. ῥητήρ, ῥήτωρ. — Nom. agentis: ῥητήρ Sprecher (vereinzelt seit Ι 443), ῥήτωρ Sprecher, bes. Redner im staatsrechtlichen Sinn (Trag., att.) Redemeister (sp.); Näheres s. v. — Verbaladj. ῥητός verabredet, bestimmt (seit Φ 445; vgl. Ammann Μνήμης χάριν 1, 20), ‘sagbar, was gesagt werden kann (darf), rational' (A., S., Pl. u. a.), oft im Gegensatz zu ἄρρητος (z. B. Hes. Op. 4), ἀπό-, ἐπί-, πρόρρητος; παραρρητός überredend, möglich zu überreden (Il.; zu παράφημι, -ειπεῖν). — Adv. διαρρήδην ausdrücklich (h. Merc. usw.; Schwyzer-Debrunner 450), ἐπιρρήδην offen (hell.), ῥήδην nur A. D., EM (aus διαρρ. herausgelöst). — Zu beachten die rechtliche und feierliche Bedeutung die seit jeher (vgl. die außergriech. Verwandten unten) der Mehrzahl der Nomina eignet; darüber Porzig Satzinhalte 265f., Fournier Les verbes "dire" 5ff., 94ff., 224ff.
Etymology: Mit Ausnahme des vereinzelten (ϝ)είρω (über das Digamma Chantraine Gramm. hom. 1, 136), das als Neubildung zu (ϝ)ερέ-[σ]ω nach Muster vom Typus κτενέ[σ]ω: κτείνω erklärt werden kann (vgl. indessen heth. u̯erii̯a- unten; das jedenfalls aoristisch gebrauchte εἶρεν [B.] nach κτεῖνεν?), verteilen sich sämtliche Formen auf ein zweisilbiges kurzvokalisches (ϝ)ερε- und ein einsilbiges langvokalisches (ϝ)ρη-; ersteres liegt dem Futurum, letzteres dem Perfekt (ϝέϝρημαι usw.; zum Lautlichen Schwyzer 649 m. Lit.), dem Passivaorist und sämtlichen Verbalnomina zugrunde. — Eine primäre Verbalform findet sich noch in dem heth. Jotpräsens u̯erii̯a- rufen, nennen, beauftragen (= (ϝ)είρω, s. oben), wozu noch das als Partikel der zitierten Rede gebrauchte -wa(r)- eig. ‘sagte (er)’; auch das russ. Deverbativum vrú, vrátь lügen, faseln (aus *vьrǫ, *vьrati) wird damit verbunden. Von den Nomina interessiert in erster Linie aw. urvāta- n. Bestimmung, Gebot, das zu ῥητός genau stimmt (idg. *u̯rē-to-). Daneben mit kurzem Vokal aw. urvata- n. = aind. vratá- n. Bestimmung, Gebot, Gesetz, idg. *u̯re/o-to-, russ. usw. rotá Eid, idg. *u̯ro-; die entsprechende einsilbige Wurzelform erscheint in der alten dh-Erweiterung lat. verbum, lit. var̃das Name, got. waúrd Wort. Sehr zweifelhaft ist das an falscher Stelle (nach ἔραχος) überlieferte ἔρθει· φθέγγεται H., das von Specht KZ 59, 65 m. A. 3 und Fraenkel Mélanges Boisacq 1, 374 zu verbum usw. gezogen wird. — S. auch εἴρων.
Page 1,470-471

Chinese

原文音譯:lšgw 累哥
詞類次數:動詞(δικαιοσύνη))
原文字根:安置(說) 相當於: (אָמַר‎)
字義溯源:陳述*,說,講,誇,勸,設,指,談,談論,說話,告訴,問,問說,回答,吩咐,稱,稱為,稱呼,叫,名叫,叫作,看作,意思,提起,辯明。這字用了一千三百餘次,意為:說,口頭或書面的告訴。 (λέγω / εἴρω)與 (ἀπολαλέω / λαλέω)的分別: (ἀπολαλέω / λαλέω)重在說話的聲音,發音。 (λέγω / εἴρω)重在說話的本質和意思。當這兩個編號同時在一句話中使用時,和合本就譯為:他用比喻對他們講(ἀπολαλέω / λαλέω))許多道理,說(λέγω / εἴρω)),有一個⋯( 太13:3)。參讀 (ἀγγέλλω) (αἰτέω) (ἀποκρίνομαι) (ἐπιλέγω) (διαμαρτύρομαι)同義字
同源字:1) (αἰσχρολογία)卑鄙的談話 2) (ἀντιλέγω)辯駁 3) (γενεαλογέω)清點族譜 4) (γενεαλογία)世代溯源 5) (διαλέγομαι)周全的說話 6) (διάλεκτος)談論 7) (διαλογίζομαι)深思熟慮 8) (ἐλλογάω / ἐλλογέω)計及,算作 9) (ἐπιλέγω)稱呼,挑選 10) (κακολογέω)誹謗 11) (καταλέγω)登記 12) (λέγω / εἴρω)陳述 13) (λόγος)話 14) (ὁμολογέω)同意 15) (παραλέγομαι)沿岸航行 16) (παραλογίζομαι)誤算 17) (προλέγω / προεῖπον)預言 18) (συλλέγω)收集 19) (συναρμολογέω)緊靠的連結一起 20) (χρηστολογία)似有用的話參讀 (κήρυγμα)同義字
出現次數:總共(1324);太(290);可(203);路(221);約(268);徒(103);羅(34);林前(22);林後(11);加(9);弗(7);腓(3);西(2);帖前(2);帖後(2);提前(4);提後(2);多(1);門(2);來(32);雅(7);彼後(1);約壹(4);約貳(2);猶(2);啓(90)
譯字彙編
1) 說(774)數量太多,不能盡錄;
2) 我⋯告訴(86) 太5:18; 太5:26; 太6:2; 太6:5; 太6:16; 太8:10; 太8:11; 太10:15; 太10:23; 太10:42; 太11:11; 太12:36; 太13:17; 太16:28; 太17:20; 太18:3; 太18:13; 太18:18; 太18:19; 太19:23; 太19:24; 太19:28; 太21:21; 太21:31; 太23:36; 太24:2; 太24:34; 太24:47; 太25:12; 太25:40; 太26:13; 太26:21; 太26:34; 可3:28; 可8:12; 可9:1; 可9:41; 可10:15; 可10:29; 可11:23; 可11:33; 可12:43; 可13:30; 可14:9; 可14:18; 可14:25; 可14:30; 路4:24; 路4:25; 路9:27; 路11:51; 路12:5; 路12:8; 路12:37; 路12:44; 路18:17; 路18:29; 路21:3; 路21:32; 路23:43; 約1:51; 約3:3; 約3:5; 約3:11; 約5:19; 約5:24; 約5:25; 約6:26; 約6:32; 約6:47; 約6:53; 約8:34; 約8:51; 約8:58; 約10:1; 約10:7; 約12:24; 約13:16; 約13:20; 約13:21; 約13:38; 約14:12; 約16:20; 約16:23; 約21:18; 腓3:18;
3) 他⋯說(78) 太8:7; 太8:26; 太9:37; 太12:13; 太16:15; 太19:8; 太19:18; 太20:7; 太20:23; 太21:13; 太22:20; 太22:21; 太22:43; 太26:25; 可1:38; 可2:25; 可3:3; 可4:9; 可4:11; 可4:21; 可4:24; 可4:26; 可4:30; 可4:35; 可5:39; 可6:31; 可7:9; 可7:18; 可7:20; 可7:27; 可8:12; 可8:21; 可9:1; 可10:11; 可12:16; 可12:38; 可14:32; 路3:7; 路3:11; 路5:36; 路5:39; 路9:23; 路12:54; 路14:12; 路16:1; 路16:5; 路16:7; 路19:22; 路21:10; 約1:21; 約1:39; 約1:51; 約2:5; 約2:8; 約6:12; 約6:42; 約6:65; 約11:7; 約16:17; 約18:5; 約18:17; 約19:5; 約19:14; 約21:15; 約21:15; 約21:16; 約21:17; 徒12:8; 徒13:35; 羅9:15; 羅10:8; 來5:6; 啓10:9; 啓17:15; 啓19:9; 啓19:10; 啓22:9; 啓22:10;
4) 我告訴(52) 太3:9; 太5:20; 太6:25; 太6:29; 太11:9; 太11:22; 太11:24; 太12:6; 太12:31; 太17:12; 太18:10; 太18:22; 太19:9; 太21:43; 太23:39; 太26:29; 太26:64; 可9:13; 可11:24; 路3:8; 路6:27; 路7:9; 路7:26; 路7:28; 路7:47; 路10:12; 路10:24; 路11:8; 路12:22; 路12:27; 路12:51; 路12:59; 路13:3; 路13:5; 路13:24; 路13:27; 路13:35; 路14:24; 路15:7; 路15:10; 路18:8; 路18:14; 路19:26; 路19:40; 路22:16; 路22:18; 路22:34; 路22:37; 約4:35; 徒5:38; 林前15:51; 啓2:24;
5) 他們⋯說(28) 太9:28; 太13:51; 太19:7; 太20:7; 太20:22; 太20:33; 太21:41; 太22:42; 太27:22; 可6:37; 可8:19; 可8:20; 可14:31; 路20:41; 路22:65; 約4:42; 約7:26; 約8:4; 約8:19; 約8:25; 約9:10; 約9:17; 約11:34; 約16:18; 約21:3; 徒28:4; 啓6:16; 啓10:11;
6) 告訴(20) 太5:22; 太5:28; 太5:32; 太5:34; 太5:39; 太5:44; 太16:18; 太21:27; 可10:32; 路11:9; 路16:9; 路20:8; 約12:22; 約12:22; 約16:7; 約16:12; 徒19:4; 加4:21; 加5:2; 啓13:14;
7) 我⋯說(19) 太8:9; 路12:4; 路17:34; 約8:46; 約16:26; 羅3:5; 羅6:19; 羅9:1; 羅10:19; 羅12:3; 林前7:8; 林前10:15; 林後11:16; 林後11:21; 林後11:21; 加3:17; 門1:19; 來11:32; 約壹5:16;
8) 他說(19) 太12:44; 太15:7; 太17:25; 太22:32; 可14:36; 路13:18; 約6:6; 約8:22; 約9:12; 約12:33; 約16:18; 徒13:25; 羅10:21; 林後6:2; 弗4:8; 弗5:14; 來1:6; 來1:7; 雅4:6;
9) 我說(17) 約5:34; 約8:45; 羅10:18; 羅11:1; 羅11:11; 羅15:8; 林前6:5; 林前7:6; 林前7:35; 林前9:8; 林後7:3; 加4:1; 加5:16; 弗4:17; 腓4:11; 西2:4; 提前2:7;
10) 說的(14) 路12:41; 路18:6; 約14:10; 徒11:16; 徒13:45; 徒15:17; 徒27:11; 林前9:10; 林前14:34; 林後6:18; 加4:30; 弗5:32; 來8:9; 啓10:4;
11) 稱為(12) 太1:16; 太4:18; 太26:3; 太27:33; 約4:25; 約11:16; 約20:24; 徒6:9; 弗2:11; 西4:11; 帖後2:4; 來11:24;
12) 他們說(11) 太11:18; 太11:19; 太21:31; 太22:21; 太23:3; 可3:21; 可3:30; 可14:2; 約8:6; 帖前5:3; 提後2:18;
13) 名叫(10) 太9:9; 太26:36; 太27:33; 可15:7; 路22:47; 約4:5; 約9:11; 約11:54; 約19:17; 徒3:2;
14) 我⋯說的(7) 可13:37; 路6:46; 約13:18; 林後8:8; 帖後2:5; 提後2:7; 門1:21;
15) 就說(7) 太9:24; 太27:47; 可6:38; 路12:55; 約1:36; 約9:8; 約19:28;
16) 說的話(7) 啓2:7; 啓2:11; 啓2:17; 啓2:29; 啓3:6; 啓3:13; 啓3:22;
17) 她⋯說(6) 太9:21; 太20:21; 約4:11; 約11:27; 約20:13; 啓18:7;
18) 稱為⋯的(6) 太10:2; 太26:14; 太27:17; 太27:22; 約21:2; 林前8:5;
19) 說:(6) 路1:67; 路6:20; 路11:2; 徒2:25; 林後6:17; 來8:10;
20) 所說的(6) 太21:16; 可14:68; 路9:33; 路18:34; 徒8:6; 羅3:19;
21) 叫(5) 太2:23; 太13:55; 太27:16; 約19:17; 啓8:11;
22) 他⋯說的(5) 太21:45; 可11:23; 約6:71; 約13:22; 約13:24;
23) 稱(5) 路18:19; 徒5:36; 徒8:9; 啓2:9; 啓3:9;
24) 你說(4) 太26:70; 羅2:22; 林前14:16; 啓3:17;
25) 你們說(4) 太16:2; 可8:29; 路11:18; 約9:41;
26) 我吩咐(4) 可2:11; 可5:41; 路5:24; 路7:14;
27) 你⋯說(4) 太7:4; 可5:31; 路11:45; 約1:22;
28) 說話(4) 路11:14; 約7:46; 約9:21; 徒24:10;
29) 叫作(3) 約19:13; 來9:2; 來9:3;
30) 稱⋯為(2) 可12:37; 約5:18;
31) 曾⋯說(2) 太14:4; 可6:18;
32) 他⋯講論(2) 路18:1; 約8:27;
33) 你們⋯說(2) 路7:33; 路7:34;
34) 說了(2) 路23:3; 羅3:8;
35) 我⋯說話(2) 羅11:13; 林後6:13;
36) 說的是(2) 太27:11; 可15:2;
37) 所說(2) 來4:7; 雅4:5;
38) 要說(2) 路10:5; 來5:11;
39) 我說的(2) 林前1:12; 林前10:29;
40) 耶穌⋯說(2) 約21:16; 約21:16;
41) 稱是(1) 啓2:20;
42) 他們⋯告訴(1) 可1:30;
43) 他曾吩咐⋯說(1) 可5:8;
44) 我要⋯告訴(1) 太25:45;
45) 說著(1) 啓4:8;
46) 牠⋯說(1) 可5:9;
47) 稱呼⋯的人(1) 太7:21;
48) 就⋯說(1) 太9:11;
49) 我是⋯的(1) 太10:27;
50) 說⋯話(1) 路13:17;
51) 我們⋯告訴(1) 帖前4:15;
52) 我是⋯說(1) 加3:15;
53) 我就⋯說了(1) 林後9:4;
54) 他們⋯稱為(1) 徒24:14;
55) 他們⋯說的(1) 提前1:7;
56) 他⋯說:(1) 來8:8;
57) 吩咐⋯說(1) 啓9:14;
58) 他們⋯所說的(1) 啓2:24;
59) 他們曾⋯說過(1) 猶1:18;
60) 我們⋯說的(1) 徒21:23;
61) 我⋯稱(1) 約15:15;
62) 她們⋯說(1) 可16:3;
63) 你們⋯說的(1) 可14:71;
64) 你⋯稱(1) 可10:18;
65) 他們⋯講說(1) 可8:30;
66) 說⋯時(1) 路9:34;
67) 他講⋯說(1) 路13:6;
68) 他就⋯說(1) 約13:6;
69) 他說⋯話(1) 約2:21;
70) 該說(1) 雅1:13;
71) 他們⋯告訴人(1) 可7:36;
72) 我們說(1) 羅4:9;
73) 正說話(1) 路22:60;
74) 你說的(1) 路22:60;
75) 又名(1) 路22:1;
76) 正談(1) 路21:5;
77) 已說了(1) 路22:70;
78) 述說(1) 路24:10;
79) 你們說的(1) 約13:13;
80) 他所說的(1) 約11:13;
81) 他說過(1) 約2:22;
82) 是說(1) 約1:38;
83) 他稱(1) 路20:37;
84) 你所講(1) 路20:21;
85) 你們稱為(1) 可15:12;
86) 她說(1) 可5:28;
87) 說話的人(1) 太12:48;
88) 卻說(1) 太9:34;
89) 他說著(1) 路8:8;
90) 談論(1) 路9:31;
91) 講論(1) 路14:7;
92) 講說(1) 路11:29;
93) 便說(1) 路11:24;
94) 宣告說(1) 路10:11;
95) 我就告訴(1) 約13:19;
96) 他說的(1) 約19:35;
97) 所謂(1) 弗2:11;
98) 我所說的(1) 林後9:3;
99) 說的(1) 羅9:25;
100) 他說:(1) 徒28:26;
101) 題起來(1) 弗5:12;
102) 可說(1) 多2:8;
103) 陳說(1) 來9:5;
104) 我們所講論的(1) 來8:1;
105) 已說(1) 來7:13;
106) 有說(1) 來3:15;
107) 所說的話(1) 徒28:24;
108) 所講的(1) 徒26:22;
109) 可稱為(1) 徒10:28;
110) 就是(1) 徒9:36;
111) 所言:(1) 徒7:48;
112) 講(1) 徒1:3;
113) 請說(1) 徒13:15;
114) 他們說了(1) 徒14:18;
115) 辯明(1) 徒26:1;
116) 就問(1) 徒25:20;
117) 陳述(1) 徒23:30;
118) 你告訴(1) 徒22:27;
119) 說過了(1) 來10:8

Mantoulidis Etymological

1 (=δένω, ἁρμαθιάζω). Ἀπό ρίζα σερ- τοῦ ἀείρω (=ὑψώνω). Θέμα: σερ+j+ω→ μέ ἀφομοίωση τοῦ j σε ρ → σέρρω καί μέ ἁπλοποίηση τῶν δύο ρ καί ἀντέκταση → σέρω → εἴρω.
Παράγωγα: ἕρμα (=δεσμός) ἐάν εἶναι ἀπό το ἐρείδω, τότε ἕρμα = στήριγμα, ἕρματα (=σκουλαρίκια), κάθερμα (=σκουλαρίκι), εἰρμός καί εἱρμός (=σειρά), ἔρσις (=πλοκή), συνειρμός (=ἀλληλουχία), ὅρμος (=σχοινί, ἁλυσίδα, περιδέραιο, ἀγκυροβόλι, καταφύγιο), ὁρμαθός (=ἁρμαθιά), ὁρμάθιον, ὁρμιά (=πετονιά), πάνορμος (=λιμάνι), σειρά (=σχοινί, ἁλυσίδα, λουρί).
2 (=λέω, μιλῶ, διηγοῦμαι). Ἀπό ρἰζα ϝερ+j+ω → εἴρω. Ἀπό ἐδῶ τό εἴρων (ϝερ-j-ων) (=αὐτός πού λέει κάτι χωρίς πράγματι νά σκέπτεται). Γιά παράγωγα δές στό ρῆμα λέγω.

Léxico de magia

colgar un amuleto al cuello γλυφέντα (τὸν λίθον) δὲ διατρυπήσας καὶ διείρας σπάρτῳ περὶ τὸν τράχηλόν σου εἴρησον una vez grabada la piedra, hazle un agujero, pasa por él un cordón y cuélgatela al cuello P I 69 φόρει (τὴν λεπίδα) εἴρας ἱμάντι ὄνου lleva la lámina colgándotela con una tira (de piel) de asno P IV 259