ἐλεφαίρομαι: Difference between revisions

4
(11)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐλεφαίρομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εξαπατώ]] με ψεύτικες ελπίδες<br /><b>2.</b> [[εξαπατώ]], [[παραπλανώ]]<br /><b>3.</b> (για το [[λιοντάρι]] της Νεμέας) [[κατασπαράζω]].
|mltxt=[[ἐλεφαίρομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[εξαπατώ]] με ψεύτικες ελπίδες<br /><b>2.</b> [[εξαπατώ]], [[παραπλανώ]]<br /><b>3.</b> (για το [[λιοντάρι]] της Νεμέας) [[κατασπαράζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐλεφαίρομαι:''' μτχ. αορ. αʹ [[ἐλεφηράμενος]], Επικ. αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[εξαπατώ]] με άδειες, κενές, μάταιες, φρούδες ελπίδες, λέγεται για τα απατηλά, ψεύτικα όνειρα που έρχονται μέσω της ελεφάντινης πύλης ([[ἐλέφας]]), σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, [[εξαπατώ]], [[βλάπτω]], [[πληγώνω]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[καταστρέφω]], σε Ησίοδ.
}}
}}