Anonymous

ἡνίοχος: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM ἡνιόχος, Α δωρ. και αιολ. τ. ἀνίοχος)<br /><b>1.</b> αυτός που κρατά τα [[ηνία]], που οδηγεί όχημα με τα [[ηνία]], [[διφρηλάτης]], [[αμαξηλάτης]] («ἄν δ' ἔβαν ἐν δίφροισι παραιβάται ἡνίοχοί τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κυβερνήτης]], [[διευθυντής]], [[διοικητής]] («χειρῶν καὶ ἰσχύος ἀνίοχος», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[ιππέας]] («οι Ηνίοχοι του ιπποδρόμου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] ακανθοπτερύγιων οστεοϊχθύων της οικογένειας chaetodontidae<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> [[λαμπρός]] [[αστερισμός]] του βόρειου ημισφαιρίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ ἡνίοχοι</i><br />α) (στην Αθήνα) [[τάξη]] πλούσιων πολιτών οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν [[άρμα]] στην [[πόλη]] με πλήρη [[εξάρτυση]] για [[δημόσιο]] σκοπό<br />β) <b>ναυτ.</b> τα [[σχοινιά]] της κατώτατης [[σειράς]] τών ιστίων πλοίου, αλλ. έκφοροι, κν. μούδες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἡνίοχος]] [[νεώς]]» — [[πηδαλιούχος]], [[κυβερνήτης]], [[τιμονιέρης]]<br />β) «[[ἡνίοχος]] κιθάρας» — [[δάσκαλος]] στην [[κιθάρα]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[κυρίαρχος]], [[οδηγητικός]] («[[ἡνίοχος]] [[γνώμη]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηνία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οχος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έν</i>-<i>οχος</i>, <i>έξ</i>-<i>οχος</i>). Η λ. μαρτυρείται ήδη στη μυκηναϊκή <i>a</i>-<i>ni</i>-<i>o</i>-<i>ko</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ηνιοχικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηνιοχεία]], [[ηνιοχεύω]], [[ηνιοχώ]]].
|mltxt=ο (AM ἡνιόχος, Α δωρ. και αιολ. τ. ἀνίοχος)<br /><b>1.</b> αυτός που κρατά τα [[ηνία]], που οδηγεί όχημα με τα [[ηνία]], [[διφρηλάτης]], [[αμαξηλάτης]] («ἄν δ' ἔβαν ἐν δίφροισι παραιβάται ἡνίοχοί τε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κυβερνήτης]], [[διευθυντής]], [[διοικητής]] («χειρῶν καὶ ἰσχύος ἀνίοχος», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> ο [[ιππέας]] («οι Ηνίοχοι του ιπποδρόμου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> [[γένος]] ακανθοπτερύγιων οστεοϊχθύων της οικογένειας chaetodontidae<br /><b>2.</b> <b>αστρον.</b> [[λαμπρός]] [[αστερισμός]] του βόρειου ημισφαιρίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>πληθ.</b> <i>οἱ ἡνίοχοι</i><br />α) (στην Αθήνα) [[τάξη]] πλούσιων πολιτών οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν [[άρμα]] στην [[πόλη]] με πλήρη [[εξάρτυση]] για [[δημόσιο]] σκοπό<br />β) <b>ναυτ.</b> τα [[σχοινιά]] της κατώτατης [[σειράς]] τών ιστίων πλοίου, αλλ. έκφοροι, κν. μούδες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἡνίοχος]] [[νεώς]]» — [[πηδαλιούχος]], [[κυβερνήτης]], [[τιμονιέρης]]<br />β) «[[ἡνίοχος]] κιθάρας» — [[δάσκαλος]] στην [[κιθάρα]]<br /><b>3.</b> <b>ως επίθ.</b> [[κυρίαρχος]], [[οδηγητικός]] («[[ἡνίοχος]] [[γνώμη]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηνία]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οχος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έν</i>-<i>οχος</i>, <i>έξ</i>-<i>οχος</i>). Η λ. μαρτυρείται ήδη στη μυκηναϊκή <i>a</i>-<i>ni</i>-<i>o</i>-<i>ko</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ηνιοχικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ηνιοχεία]], [[ηνιοχεύω]], [[ηνιοχώ]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡνίοχος:''' Δωρ. ἁνί-οχος, ὁ ([[ἔχω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κρατά τα χαλινάρια, [[ηνίοχος]], [[αρματηλάτης]], αντίθ. προς το [[παραιβάτης]] (ο [[οποίος]] ήταν ο [[πολεμιστής]] στο [[πλευρό]] του ηνιόχου), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[οδηγός]] άρματος, όπως στους αγώνες, σε Πίνδ., Αττ.· σε Θέογν., [[ιππέας]].<br /><b class="num">3.</b> μεταφορ., [[οδηγός]], [[αρχηγός]], [[κυβερνήτης]], σε Πίνδ., Αριστοφ.
}}
}}