ἡνίοχος

From LSJ

ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνίοχος Medium diacritics: ἡνίοχος Low diacritics: ηνίοχος Capitals: ΗΝΙΟΧΟΣ
Transliteration A: hēníochos Transliteration B: hēniochos Transliteration C: iniochos Beta Code: h(ni/oxos

English (LSJ)

Dor. and Aeol. ἀνίοχος Pi.P.5.50
A (v.l. ἁνίοχος as in N.6.66, but cf. ἀνιοχίω), Sapph.Supp.20a.19, ὁ: (ἡνία, ἔχω):—rein-holder, holder of the reins, one who holds the reins, driver, charioteer, Il.8.89, etc.: sometimes opp. παραιβάτης, 23.132; ἡνίοχος θεράπων 5.580, 8.119; παρεβεβήκεε δέ οἱ ἡνίοχος Hdt.7.40.
2 generally, chariot-driver, as in the games, etc., Pi. P.5.50, Ar.Pax905 (pl.), X.HG3.2.21, Pl Phdr.254b, PPetr.3p.180 (pl., iii B.C.), etc.; ὑποπτέρων ἵππων ἡνίοχος Pl.Criti.116e.
b rider, Thgn. 260.
3 ὁ ἡνίοχος τῆς νεώς the helmsman, Poll.1.98.
4 metaph., one who guides, governs, χειρῶν καὶ ἰσχύος ἀνίοχος Pi.N.6.66; παλαισμοσύνας δεξιὸς ἡνίοχος Simon.149; ἡνίοχος τέχνης τραγικῆς IG2.2263 (iv B.C.); παντοίης ἀρετῆς ib.7.2539.2 (Thebes); ἡνίοχος κιθάρας, of a harper, Epigr. ap. St.Byz. s.v. Μίλητος: fem., αἰγίδος ἡνίοχος, of Athena, Ar.Nu.602; in Prose with οἷον prefixed, Pl.Plt.266e, etc.; of love, Plu.2.759d, Hermesian.7.84.
5 as adjective, guiding, γνώμη Carm.Aur.69; ἄνεμοι Man.5.153.
II ἡνίοχοι, οἱ, at Athens, a class of rich citizens who had to furnish chariots for public service, Ael.Dion.Fr.196, Phot.
III in plural, also,= ἔκφοροι (ἔκφορος III), Id.
IV the constellation Auriga, Arat.156, Eudox. ap. Hipparch.1.2.10, etc.

German (Pape)

[Seite 1172] ὁ, der die Zügel hält, Wagenlenker, Rosselenker, Il. öfter; dem παραιβάτης, dem vom Wagen herab kämpfenden Helden entgeggstzt, 23, 132, vgl. 11, 47, dem er untergeordnet ist; dah. ἡνίοχος θεράπων, 5, 580. Daß es kein Knecht ist, sieht man daraus, daß Patroklus der ἡνίοχος des Achilles ist. Hektor, der Il. 21, 91 den Kebriones, 8, 120 den Eniopeus zum Wagenlenker hat, wird 8, 89 selbst ἡνίοχος genannt. Vgl. noch 18, 225. 23, 460. – Plat. Phaedr. 247 e u. öfter; Xen. Cyr. 6, 2, 17. Bei Theogn. 260 der Reiter. Allgemein der Lenker, Beherrscher, νεώς, Steuermann, Poll. 1, 98; χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχος Pind. N. 6, 111; αἰγίδος ἡνίοχος heißt Athene Ar. Nubb. 602; παλαισμοσύνης Simonid. 61 (Plan. 2); δεινὸν δ' ἦλθον ὑφ' ἡνίοχον Hermesian. bei Ath. XIII, 597 b.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 conducteur d'un char, cocher;
2 fig. qui dirige qqn ou qch, gén..
Étymologie: ἡνία, ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

ἡνίοχος: дор. ἁνίοχος (ᾱ) ὁ
1 управляющий вожжами, т. е. правящий конями или колесницей (παραιβάται ἡνίοχοί τε Hom.): ἐφ᾽ ἅρματι ἑστὼς ἓξ ἵππων ἡ. Plat. стоящий на колеснице и управляющий шестеркой коней;
2 управитель, правитель, руководитель (χειρῶν τε καὶ ἰσχύος Pind.; πολιτικὸς οἷος ἡ. Plat.): αἰγίδος ἡνίοχος Ἀθάνα Arph. управляющая, т. е. вооруженная эгидой Афина.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνίοχος: Δωρ. ἁνίοχος, ὁ (ἔχω) ὁ κρατῶν τὰς ἡνίας, ἁμαξηλάτης, διφρηλάτης, συχνὸν ἐν Ἰλ., ἔνθαἡνίοχος ἐνίοτε ἀντιτίθεται πρὸς τὸ παραιβάτης (ὁ παρὰ τὸν ἡνίοχον ἑστὼς πολεμιστής), Ἰλ. Ψ. 132· ὁπόθενἡνίοχος ὡς ὑποδεέστερος ἐκαλεῖτο ἡν. θεράπων Ε. 580, Θ. 119, καὶ ὑφηνίοχος Ζ. 19· - δὲν ἦτο ὅμως οὗτος δοῦλος, ἀλλ’ ἐλεύθερος στρατιώτης, μάλιστα πολλάκις ἥρως, ὡς ὁ Μηριόνης ἦτο ἡνίοχος τοῦ Ἰδομενέως, ὁ Πάτροκλος τοῦ Ἀχιλλέως, μάλιστα ἐν Θ. 89 αὐτὸς ὁ Ἕκτωρ ἐμφανίζεται ὡς ἡνίοχος, πρβλ. Σ. 225, Ψ. 460· ἂν καὶ ἀλλαχοῦ ἔχει ἡνίοχον, Θ. 119, Μ. 91· οὕτω, παραβέβηκε δέ οἱ ἡν. Ἡρόδ. 7. 40. 2) καθόλου, ὁ ὁδηγῶν ἅρμα, ὡς ἐν τοῖς ἀγῶσι, Πίνδ. Π. 5. 66, Ἀριστοφ. Εἰρ. 904, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 21, Πλάτ., κλπ.˙ ὑποπτέρων ἵππων ἡν. ὁ αὐτ. Κριτ. 116Ε˙ - παρὰ Θεόγν. 260, ἱππεύς. 3) ὁ ἡν. τῆς νεώς, ὁ πηδαλιοῦχος, Πολυδ. Α΄, 98˙ πρβλ. ναύκληρος Ι. 3. 4) μεταφ., ὁ ὁδηγῶν, κυβερνῶν, διοικῶν, χερὸς καὶ ἰσχύος ἀν. Πίνδ. Ν. 6. 111˙ παλαισμοσύνης ἡν. Σιμων. 151˙ ἡν. τέχνης τραγικῆς Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 39, πρβλ. 498. 2˙ ἡν. κιθάρας, ἐπὶ κιθαριστοῦ παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Μίλητος˙ ὡς θηλ., αἰγίδος ἡν., ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ἀριστοφ. Νεφ. 602˙ - οὕτω παρὰ πεζοῖς προτασσομένου τοῦ οἷονὥσπερ, Πλάτ. Πολιτ. 266Ε, κλ.˙ ἐπὶ ἔρωτος, Πλούτ. 2. 759D, πρβλ. Ἑρμησιάν. 84. 5) ὡς ἐπίθ., ὁδηγῶν, ὁδηγός, γνώμη Χρυσ. Ἐπ. 69˙ ἄνεμοι Μανέθ. 5. 153. ΙΙ. ἡνίοχοι, οἱ, ἐν Ἀθήναις, τάξις πλουσίων πολιτῶν, οἵτινες ὑπεχρεοῦντο νὰ παρασκευάζωσιν ἅρματα πρὸς δημοσίαν ὑπηρεσίαν, Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 576. 42, Φώτ. ΙΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως = ἔκφοροι (ἔκφορος ΙΙΙ), Φώτ. IV. ἀστερισμός τις, Ἄρατ. 156.

English (Autenrieth)

(ἡνία, ἔχω): holding the reins, θεράπων, Il. 5.580; charioteer. The charioteer usually stood at the left of the πρόμαχος. (Among the Assyrians, as shown by the cut, the warrior, armed with a bow, had also a second attendant as shield-bearer with himself on the chariot. The Egyptian monuments represent only one warrior or triumphing king upon the war-chariot.)

Spanish

auriga

Greek Monolingual

ο (AM ἡνιόχος, Α δωρ. και αιολ. τ. ἀνίοχος)
1. αυτός που κρατά τα ηνία, που οδηγεί όχημα με τα ηνία, διφρηλάτης, αμαξηλάτης («ἄν δ' ἔβαν ἐν δίφροισι παραιβάται ἡνίοχοί τε», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. κυβερνήτης, διευθυντής, διοικητής («χειρῶν καὶ ἰσχύος ἀνίοχος», Πίνδ.)
3. ο ιππέας («οι Ηνίοχοι του ιπποδρόμου»)
νεοελλ.
1. ζωολ. γένος ακανθοπτερύγιων οστεοϊχθύων της οικογένειας chaetodontidae
2. αστρον. λαμπρός αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου
αρχ.
1. πληθ. οἱ ἡνίοχοι
α) (στην Αθήνα) τάξη πλούσιων πολιτών οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να δώσουν άρμα στην πόλη με πλήρη εξάρτυση για δημόσιο σκοπό
β) ναυτ. τα σχοινιά της κατώτατης σειράς τών ιστίων πλοίου, αλλ. έκφοροι, κν. μούδες
2. φρ. α) «ἡνίοχος νεώς» — πηδαλιούχος, κυβερνήτης, τιμονιέρης
β) «ἡνίοχος κιθάρας» — δάσκαλος στην κιθάρα
3. ως επίθ. κυρίαρχος, οδηγητικόςἡνίοχος γνώμη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηνία + -οχος < έχω (πρβλ. ένοχος, έξοχος). Η λ. μαρτυρείται ήδη στη μυκηναϊκή a-ni-o-ko.
ΠΑΡ. ηνιοχικός
αρχ.
ηνιοχεία, ηνιοχεύω, ηνιοχώ].

Greek Monotonic

ἡνίοχος: Δωρ. ἁνί-οχος, ὁ (ἔχω),
1. αυτός που κρατά τα χαλινάρια, ηνίοχος, αρματηλάτης, αντίθ. προς το παραιβάτης (ο οποίος ήταν ο πολεμιστής στο πλευρό του ηνιόχου), σε Ομήρ. Ιλ.
2. γενικά, οδηγός άρματος, όπως στους αγώνες, σε Πίνδ., Αττ.· σε Θέογν., ιππέας.
3. μεταφορ., οδηγός, αρχηγός, κυβερνήτης, σε Πίνδ., Αριστοφ.

Middle Liddell

ἁνίοχος, ὁ, [ἔχω]
1. one who holds the reins, a driver, charioteer, opp. to παραιβάτης (the warrior by his side), Il.
2. generally a chariot-driver, as in the games, Pind., Attic:—in Theogn., a rider.
3. metaph. a guide, governor, Pind., Ar.

Mantoulidis Etymological

(=ἁμαξηλάτης). Ἀπό τό ἡνία (=χαλινάρι) + ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ ἡνίοχος: ἡνιοχεύω, ἡνιοχῶ, ἡνιοχεία, ἡνιοχεύς, ἡνιοχευτικός, ἡνιόχησις, ἡνιοχικός.

Léxico de magia

auriga ref. a Hermes Ἑρμῆ κοσμοκράτωρ, ... αἰθέριον δρόμον εἱλίσσων ὑπὸ τάρταρα γαίης, πνεύματος ἡνίοχε Hermes señor del universo, tú que haces girar el curso etéreo hacia los abismos de la tierra, auriga del espíritu P V 406 P VII 673

Lexicon Thucydideum

auriga, charioteer, 5.50.4.

Translations

charioteer

Albanian: karrocier; Arabic: حُوذِيّ‎; Armenian: կառապան; Belarusian: фурман, хурман, вознік, возьнік, вазні́ца, кучар, ездавы, возчык, павознічы, павозьнічы, вазак, ямшчык; Bulgarian: кочияш, колар, файтонджия; Burmese: ရထားထိန်း; Catalan: cotxer, cotxera, auriga; Chinese Dungan: чәхў; Mandarin: 馬車夫, 马车夫, 車夫, 车夫, 車戶, 车户; Coptic: ⲏⲛⲓⲟⲭⲟⲥ; Czech, vozataj: kočí; Danish: kusk; Dutch: wagenmenner, koetsier; English: charioteer; Estonian: kutsar; Finnish: vuokra-ajuri, vossikka; French: aurige, cocher, conducteur de char, conducteur d'un char; Galician: cocheiro, cocheira, auriga; Georgian: მეეტლე; German: Kutscher, Kutscherin, Fuhrmann, Wagenlenker, Wagenkämpfer; Greek: ηνίοχος, αμαξάς; Ancient Greek: ἡνίοχος, ἀνίοχος, ὑφηνίοχος, ἡνιόχη, τροχηλάτης, ἡνιόστροφος, διφρευτής, διφρηλάτης, διφρηλάτας, διφρελάτειρα, ἁρματηλάτης, ἁρματηλάτας, ἁρμελάτης, ἁρμελατήρ, ἐλατήρ, διώξιππος, εἰσαφέτης, ἁρμάτων ἐπιστάτης, ἁρμάτων ἐπεμβάτης, ποιμὴν ὄχου, ἱππεύς, ἁμαξεύς, ἱπποκέλευθος; Hebrew: עֶגלוֹן‎; Hindi: सारथी, कोचवान, गाड़ीवान, टांगेवाला, गाड़ीबान; Hungarian: kocsis, fogathajtó; Icelandic: ekill, vagnstjóri; Indonesian: kusir; Irish: carbadóir; Italian: cocchiere; Japanese: 御者; Kazakh: делбеші, көшір, атқосшы, жәмшік; Korean: 마부; Kyrgyz: кучер, ямщик, арабакеч; Latin: auriga, essedarius, raedarius; Latvian: kučieris; Macedonian: кочијаш; Malayalam: സാരഥി; Norwegian Bokmål: kusk; Old East Slavic: ямьщикъ; Pashto: ګاډيوان‎, بګيوان‎, ټانګه وال‎; Persian: سورچی‎, کالسکه‌چی‎; Polish: woźnica, furman, kuczer, stangret; Portuguese: carruageiro, carruageira, cocheiro, cocheira; Romanian: birjar, droșcar, vizitiu; Russian: кучер, извозчик, ямщик, возница, фурман, возничий, правящий колесницей; Serbo-Croatian Cyrillic: кочѝја̄ш; Roman: kočìjāš; Slovak: kočiš; Slovene: kočijaž; Sorbian Upper Sorbian: pohonč; Spanish: cochero, carruajero, auriga; Swahili: saisi; Swedish: kusk; Tajik: фойтунчӣ, ёмчӣ, ёмкаш; Tamil: தேரோட்டி; Turkish: arabacı; Ukrainian: кучер, фурман, хурман, машталі́р, фі́рман, ямщик, візник, візниця; Urdu: کوچوان‎, کوچبان‎, گاڑی بان‎; Uyghur: ھارۋىكەش‎; Uzbek: aravakash, kucher, yamshik