Anonymous

ἡνίοχος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡνίοχος:''' Δωρ. ἁνί-οχος, ὁ ([[ἔχω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κρατά τα χαλινάρια, [[ηνίοχος]], [[αρματηλάτης]], αντίθ. προς το [[παραιβάτης]] (ο [[οποίος]] ήταν ο [[πολεμιστής]] στο [[πλευρό]] του ηνιόχου), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[οδηγός]] άρματος, όπως στους αγώνες, σε Πίνδ., Αττ.· σε Θέογν., [[ιππέας]].<br /><b class="num">3.</b> μεταφορ., [[οδηγός]], [[αρχηγός]], [[κυβερνήτης]], σε Πίνδ., Αριστοφ.
|lsmtext='''ἡνίοχος:''' Δωρ. ἁνί-οχος, ὁ ([[ἔχω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που κρατά τα χαλινάρια, [[ηνίοχος]], [[αρματηλάτης]], αντίθ. προς το [[παραιβάτης]] (ο [[οποίος]] ήταν ο [[πολεμιστής]] στο [[πλευρό]] του ηνιόχου), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[οδηγός]] άρματος, όπως στους αγώνες, σε Πίνδ., Αττ.· σε Θέογν., [[ιππέας]].<br /><b class="num">3.</b> μεταφορ., [[οδηγός]], [[αρχηγός]], [[κυβερνήτης]], σε Πίνδ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡνίοχος:''' дор. [[ἁνίοχος]] (ᾱ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> управляющий вожжами, т. е. правящий конями или колесницей (παραιβάται ἡνίοχοί τε Hom.): ἐφ᾽ ἅρματι ἑστὼς ἓξ ἵππων ἡ. Plat. стоящий на колеснице и управляющий шестеркой коней;<br /><b class="num">2)</b> (у)правитель, руководитель ([[χειρῶν]] τε καὶ ἰσχύος Pind.; πολιτικὸς [[οἷος]] ἡ. Plat.): αἰγίδος ἡ. [[Ἀθάνα]] Arph. управляющая, т. е. вооруженная эгидой Афина.
}}
}}