3,274,915
edits
(18) |
(5) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[καθίζω]], Α ιων. τ. [[κατίζω]])<br /><b>(μτβ.)</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] κάποιον να καθίσει, [[δίνω]] [[θέση]], [[τοποθετώ]] (α. «μέ κάθισε [[δίπλα]] του» β. «[[πρίν]] γ' ὅτε δή σ' ἐπ' ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[κάθομαι]], [[παίρνω]] [[στάση]] καθημένου, [[παίρνω]] [[θέση]] (α. «κάθισε [[απέναντι]] μου και συζητήσαμε» β. «κάθιζ' ἐπὶ κώπην», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαμένω]], [[παραμένω]] (α. «κάθισε λίγο [[ακόμα]] [[μαζί]] μας» β. «κάθισε [[τρία]] [[χρόνια]] στην [[επαρχία]]» γ. «καὶ ἐκάθισαν oἱ ἄρχοντες τοῡ λαοῡ ἐν [[Ἱερουσαλήμ]]», ΠΔ)<br /><b>4.</b> (για πλοία) <b>(αμτβ.)</b> [[προσαράζω]] («ἐπιγενομένης ἀμπώτεως και καθισάντων τῶν πλοίων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «θα τον καθίσω στο [[σκαμνί]]» — θα του [[κάνω]] [[μήνυση]] και θα τον [[φέρω]] ως [[κατηγορούμενο]] στο δικαστήριο<br />β) «[[καθίζω]] [[πλοίο]]»<br /><b>(μτβ.)</b> [[οδηγώ]] [[πλοίο]] σε αμμώδη και αβαθή μέρη ώστε να συρθεί [[πάνω]] στην άμμο, το [[ρίχνω]] στα ρηχά<br />γ) <b>(αμτβ.)</b> «το [[πλοίο]] κάθισε» — προσάραξε, έπεσε έξω, κάθισε στα ρηχά<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(με υποκ. τις λέξεις [[ήλιος]] ή [[φεγγάρι]]) δύω, [[βασιλεύω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βασιλεύω]], [[κυβερνώ]]<br /><b>2.</b> [[πολιορκώ]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ καθιζόμενον</i><br />το [[σύνολο]] τών κατοίκων της γης<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>καθισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />κατοικημένος<br /><b>5.</b> (αρσ. και θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.)<br /><i>ὁ καθισμένος</i>, <i>ή καθισμένη</i><br />ο, η [[κάτοικος]]<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[εγκαθιστώ]], [[αποστέλλω]] κάποιον, [[τοποθετώ]] [[κάπου]] («εις [[χωρίον]]... καθίσαι [[χωρίς]] μέν τους οπλίτας, [[χωρίς]] δέ τους [[ιππέας]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ορίζω]], [[διορίζω]], [[αναδεικνύω]] («κάτισον τών δορυφόρων επί πάσῃσι τῄσι πύλῃσι φυλάκους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συγκαλώ]] σε σύνοδο, [[μαζεύω]], [[συναθροίζω]] («ήν μή το [[δικαστήριον]] [[άρχων]] καθίσῃ νύν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> εγκαθίσταμαι, [[στρατοπεδεύω]] («εις καθίσας όθεν...», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[ιδρύω]], [[στήνω]] («ανδριάντα [[κάθεσσαν]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θεσπίζω]], [[ιδρύω]], [[δημιουργώ]] («[[δικαστήριον]] καθίσαντας [[ανδρών]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[οδηγώ]] κάποιον σε ορισμένη ψυχική [[κατάσταση]], [[κάνω]] να... («εάν μέν κλαίοντας αυτούς καθίσω, αυτός γελάσομαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[λαμβάνω]] [[θέση]] ως [[δικαστής]], [[κάθομαι]] να δικάσω («[[ούτε]] κατίζειν έτι ήθελε [[ένθα]] περ πρότερον προκατίζων εδίκαζε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>καθίζομαι</i><br />[[λαμβάνω]] [[θέση]] («εις τον αυτόν θάκον καθίζοιτο», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἵζω</i>, [[άλλος]] τ. του [[ἕζομαι]] «[[κάθομαι]]». Βλ. και [[κάθομαι]]]. | |mltxt=(AM [[καθίζω]], Α ιων. τ. [[κατίζω]])<br /><b>(μτβ.)</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] κάποιον να καθίσει, [[δίνω]] [[θέση]], [[τοποθετώ]] (α. «μέ κάθισε [[δίπλα]] του» β. «[[πρίν]] γ' ὅτε δή σ' ἐπ' ἐμοῑσιν ἐγὼ γούνεσσι καθίσσας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[κάθομαι]], [[παίρνω]] [[στάση]] καθημένου, [[παίρνω]] [[θέση]] (α. «κάθισε [[απέναντι]] μου και συζητήσαμε» β. «κάθιζ' ἐπὶ κώπην», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[διαμένω]], [[παραμένω]] (α. «κάθισε λίγο [[ακόμα]] [[μαζί]] μας» β. «κάθισε [[τρία]] [[χρόνια]] στην [[επαρχία]]» γ. «καὶ ἐκάθισαν oἱ ἄρχοντες τοῡ λαοῡ ἐν [[Ἱερουσαλήμ]]», ΠΔ)<br /><b>4.</b> (για πλοία) <b>(αμτβ.)</b> [[προσαράζω]] («ἐπιγενομένης ἀμπώτεως και καθισάντων τῶν πλοίων», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «θα τον καθίσω στο [[σκαμνί]]» — θα του [[κάνω]] [[μήνυση]] και θα τον [[φέρω]] ως [[κατηγορούμενο]] στο δικαστήριο<br />β) «[[καθίζω]] [[πλοίο]]»<br /><b>(μτβ.)</b> [[οδηγώ]] [[πλοίο]] σε αμμώδη και αβαθή μέρη ώστε να συρθεί [[πάνω]] στην άμμο, το [[ρίχνω]] στα ρηχά<br />γ) <b>(αμτβ.)</b> «το [[πλοίο]] κάθισε» — προσάραξε, έπεσε έξω, κάθισε στα ρηχά<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(με υποκ. τις λέξεις [[ήλιος]] ή [[φεγγάρι]]) δύω, [[βασιλεύω]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[βασιλεύω]], [[κυβερνώ]]<br /><b>2.</b> [[πολιορκώ]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ καθιζόμενον</i><br />το [[σύνολο]] τών κατοίκων της γης<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>καθισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />κατοικημένος<br /><b>5.</b> (αρσ. και θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.)<br /><i>ὁ καθισμένος</i>, <i>ή καθισμένη</i><br />ο, η [[κάτοικος]]<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> [[εγκαθιστώ]], [[αποστέλλω]] κάποιον, [[τοποθετώ]] [[κάπου]] («εις [[χωρίον]]... καθίσαι [[χωρίς]] μέν τους οπλίτας, [[χωρίς]] δέ τους [[ιππέας]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ορίζω]], [[διορίζω]], [[αναδεικνύω]] («κάτισον τών δορυφόρων επί πάσῃσι τῄσι πύλῃσι φυλάκους», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συγκαλώ]] σε σύνοδο, [[μαζεύω]], [[συναθροίζω]] («ήν μή το [[δικαστήριον]] [[άρχων]] καθίσῃ νύν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> εγκαθίσταμαι, [[στρατοπεδεύω]] («εις καθίσας όθεν...», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) [[ιδρύω]], [[στήνω]] («ανδριάντα [[κάθεσσαν]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θεσπίζω]], [[ιδρύω]], [[δημιουργώ]] («[[δικαστήριον]] καθίσαντας [[ανδρών]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[οδηγώ]] κάποιον σε ορισμένη ψυχική [[κατάσταση]], [[κάνω]] να... («εάν μέν κλαίοντας αυτούς καθίσω, αυτός γελάσομαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[λαμβάνω]] [[θέση]] ως [[δικαστής]], [[κάθομαι]] να δικάσω («[[ούτε]] κατίζειν έτι ήθελε [[ένθα]] περ πρότερον προκατίζων εδίκαζε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μέσ.</b> <i>καθίζομαι</i><br />[[λαμβάνω]] [[θέση]] («εις τον αυτόν θάκον καθίζοιτο», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἵζω</i>, [[άλλος]] τ. του [[ἕζομαι]] «[[κάθομαι]]». Βλ. και [[κάθομαι]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καθίζω:''' Ιων. κατ-· παρατ. [[καθῖζον]] ή <i>κάθιζον</i>, Αττ. [[ἐκάθιζον]] (σαν να μην είναι [[σύνθετο]] το [[ρήμα]])· μέλ. Αττ. [[καθιῶ]], σε Ξεν., Δωρ. [[καθιξῶ]]· αόρ. αʹ <i>ἐκάθῐσα</i>, Επικ. <i>κάθῐσα</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. επίσης <i>καθῖσα</i>, Ιων. <i>κατῖσα</i>, Επικ. μτχ. [[καθίσσας]], Δωρ. <i>καθίξας</i>· ο αόρ. αʹ επίσης είναι [[καθεῖσα]] ή <i>-θεσσα</i> — Μέσ., παρατ. <i>ἐκαθιζόμην</i>, μέλ. <i>καθιζήσομαι</i>, μεταγεν. <i>καθίσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκαθισάμην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> Μτβ., κάνω κάποιον να καθίσει [[κάτω]], [[βάζω]] κάποιον να κάτσει, [[καθίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· καθίσαι τινὰ εἰς [[θρόνον]], σε Ξεν. <b>2. α)</b> [[θέτω]] ή [[τοποθετώ]], σε Όμηρ.· <i>καθίσαι στρατόν</i>, τον [[βάζω]] να στρατοπεδεύσει, σε Ευρ., Θουκ. <b>β)</b> [[θέτω]] ή [[βάζω]] για κάποιον σκοπό, [[εγκαθιστώ]], [[τοποθετώ]] φρουρούς ή σκοπούς, σε Ομήρ. Οδ.· <i>καθίσαι φυλάκους</i>, [[φύλακας]], [[βάζω]] φύλακες, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[στήνω]], ἀνδριάντα [[κάθεσσαν]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">4.</b> [[συγκαλώ]] [[συνέλευση]], [[συνεδριάζω]], σε Ομήρ. Οδ.· κ. τὸ [[δικαστήριον]], [[συγκαλώ]] σε [[συνεδρία]] το δικαστήριο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">5.</b> [[φέρνω]], [[οδηγώ]] σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]], <i>κλαίοντά τινακ</i>., του [[προκαλώ]] [[κλάμα]], σε Πλάτ.· επίσης, <i>κλαίειν τινὰ κ</i>., κάνω κάποιον να κλάψει, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., όπως το [[καθέζομαι]], [[κάθομαι]], είμαι καθισμένος, [[παίρνω]] την [[θέση]] μου, σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ., <i>καθ. τρίποδα</i>, <i>βωμόν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθομαι]] να [[φάω]], Λατ. discumbere, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[παίρνω]] την [[θέση]] μου ως [[δικαστής]], [[κάθομαι]] για να δικάσω, σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">4.</b> εγκαθίσταμαι σε μια [[χώρα]], [[στρατοπεδεύω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> [[κατακαθίζω]], [[κατασταλάζω]], [[κατακάθομαι]], βυθίζομαι σε, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> στη Μέσ. επίσης χρησιμ. με αμτβ. [[σημασία]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. κ.λπ.· <i>καθίζεσθαι</i>, [[παίρνω]] την [[θέση]] μου [[μεταξύ]] των θεατών (στο [[θέατρο]]), σε Δημ. | |||
}} | }} |