Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καθίζω: Difference between revisions

From LSJ
2,642 bytes added ,  31 December 2018
2b
(5)
(2b)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καθίζω:''' Ιων. κατ-· παρατ. [[καθῖζον]] ή <i>κάθιζον</i>, Αττ. [[ἐκάθιζον]] (σαν να μην είναι [[σύνθετο]] το [[ρήμα]])· μέλ. Αττ. [[καθιῶ]], σε Ξεν., Δωρ. [[καθιξῶ]]· αόρ. αʹ <i>ἐκάθῐσα</i>, Επικ. <i>κάθῐσα</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. επίσης <i>καθῖσα</i>, Ιων. <i>κατῖσα</i>, Επικ. μτχ. [[καθίσσας]], Δωρ. <i>καθίξας</i>· ο αόρ. αʹ επίσης είναι [[καθεῖσα]] ή <i>-θεσσα</i> — Μέσ., παρατ. <i>ἐκαθιζόμην</i>, μέλ. <i>καθιζήσομαι</i>, μεταγεν. <i>καθίσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκαθισάμην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> Μτβ., κάνω κάποιον να καθίσει [[κάτω]], [[βάζω]] κάποιον να κάτσει, [[καθίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· καθίσαι τινὰ εἰς [[θρόνον]], σε Ξεν. <b>2. α)</b> [[θέτω]] ή [[τοποθετώ]], σε Όμηρ.· <i>καθίσαι στρατόν</i>, τον [[βάζω]] να στρατοπεδεύσει, σε Ευρ., Θουκ. <b>β)</b> [[θέτω]] ή [[βάζω]] για κάποιον σκοπό, [[εγκαθιστώ]], [[τοποθετώ]] φρουρούς ή σκοπούς, σε Ομήρ. Οδ.· <i>καθίσαι φυλάκους</i>, [[φύλακας]], [[βάζω]] φύλακες, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[στήνω]], ἀνδριάντα [[κάθεσσαν]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">4.</b> [[συγκαλώ]] [[συνέλευση]], [[συνεδριάζω]], σε Ομήρ. Οδ.· κ. τὸ [[δικαστήριον]], [[συγκαλώ]] σε [[συνεδρία]] το δικαστήριο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">5.</b> [[φέρνω]], [[οδηγώ]] σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]], <i>κλαίοντά τινακ</i>., του [[προκαλώ]] [[κλάμα]], σε Πλάτ.· επίσης, <i>κλαίειν τινὰ κ</i>., κάνω κάποιον να κλάψει, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., όπως το [[καθέζομαι]], [[κάθομαι]], είμαι καθισμένος, [[παίρνω]] την [[θέση]] μου, σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ., <i>καθ. τρίποδα</i>, <i>βωμόν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθομαι]] να [[φάω]], Λατ. discumbere, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[παίρνω]] την [[θέση]] μου ως [[δικαστής]], [[κάθομαι]] για να δικάσω, σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">4.</b> εγκαθίσταμαι σε μια [[χώρα]], [[στρατοπεδεύω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> [[κατακαθίζω]], [[κατασταλάζω]], [[κατακάθομαι]], βυθίζομαι σε, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> στη Μέσ. επίσης χρησιμ. με αμτβ. [[σημασία]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. κ.λπ.· <i>καθίζεσθαι</i>, [[παίρνω]] την [[θέση]] μου [[μεταξύ]] των θεατών (στο [[θέατρο]]), σε Δημ.
|lsmtext='''καθίζω:''' Ιων. κατ-· παρατ. [[καθῖζον]] ή <i>κάθιζον</i>, Αττ. [[ἐκάθιζον]] (σαν να μην είναι [[σύνθετο]] το [[ρήμα]])· μέλ. Αττ. [[καθιῶ]], σε Ξεν., Δωρ. [[καθιξῶ]]· αόρ. αʹ <i>ἐκάθῐσα</i>, Επικ. <i>κάθῐσα</i>, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ. επίσης <i>καθῖσα</i>, Ιων. <i>κατῖσα</i>, Επικ. μτχ. [[καθίσσας]], Δωρ. <i>καθίξας</i>· ο αόρ. αʹ επίσης είναι [[καθεῖσα]] ή <i>-θεσσα</i> — Μέσ., παρατ. <i>ἐκαθιζόμην</i>, μέλ. <i>καθιζήσομαι</i>, μεταγεν. <i>καθίσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐκαθισάμην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> Μτβ., κάνω κάποιον να καθίσει [[κάτω]], [[βάζω]] κάποιον να κάτσει, [[καθίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· καθίσαι τινὰ εἰς [[θρόνον]], σε Ξεν. <b>2. α)</b> [[θέτω]] ή [[τοποθετώ]], σε Όμηρ.· <i>καθίσαι στρατόν</i>, τον [[βάζω]] να στρατοπεδεύσει, σε Ευρ., Θουκ. <b>β)</b> [[θέτω]] ή [[βάζω]] για κάποιον σκοπό, [[εγκαθιστώ]], [[τοποθετώ]] φρουρούς ή σκοπούς, σε Ομήρ. Οδ.· <i>καθίσαι φυλάκους</i>, [[φύλακας]], [[βάζω]] φύλακες, σε Ηρόδ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[στήνω]], ἀνδριάντα [[κάθεσσαν]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">4.</b> [[συγκαλώ]] [[συνέλευση]], [[συνεδριάζω]], σε Ομήρ. Οδ.· κ. τὸ [[δικαστήριον]], [[συγκαλώ]] σε [[συνεδρία]] το δικαστήριο, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">5.</b> [[φέρνω]], [[οδηγώ]] σε συγκεκριμένη [[κατάσταση]], <i>κλαίοντά τινακ</i>., του [[προκαλώ]] [[κλάμα]], σε Πλάτ.· επίσης, <i>κλαίειν τινὰ κ</i>., κάνω κάποιον να κλάψει, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> αμτβ., όπως το [[καθέζομαι]], [[κάθομαι]], είμαι καθισμένος, [[παίρνω]] την [[θέση]] μου, σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ., <i>καθ. τρίποδα</i>, <i>βωμόν</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθομαι]] να [[φάω]], Λατ. discumbere, σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[παίρνω]] την [[θέση]] μου ως [[δικαστής]], [[κάθομαι]] για να δικάσω, σε Ηρόδ., Δημ.<br /><b class="num">4.</b> εγκαθίσταμαι σε μια [[χώρα]], [[στρατοπεδεύω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">5.</b> [[κατακαθίζω]], [[κατασταλάζω]], [[κατακάθομαι]], βυθίζομαι σε, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> στη Μέσ. επίσης χρησιμ. με αμτβ. [[σημασία]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ. κ.λπ.· <i>καθίζεσθαι</i>, [[παίρνω]] την [[θέση]] μου [[μεταξύ]] των θεατών (στο [[θέατρο]]), σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰθίζω:''' ион. [[κατίζω]] (fut. καθίσω - атт. [[καθιῶ]], aor. [[ἐκάθισα]] - атт. καθῖσα - эп. [[κάθισα]], pf. κεκάθικα, эп. part. [[καθίσσας]] - дор. καθίξας; fut. med. καθιζήσομαι)<br /><b class="num">1)</b> сажать, усаживать (τινὰ ἐπὶ γούνεσσι Hom.; τινὰ ἐπὶ θρόνου Hom., NT и εἰς [[θρόνον]] Xen.; τινὰ ἐν δεξιᾷ τινος NT);<br /><b class="num">2)</b> тж. med. садиться (ἐν θρόνοισι, ἐπὶ κλισμοῖσι Hom.; med. ἐν ἡσυχίᾳ Plat.; γέρανοι καθίζονται Arst.);<br /><b class="num">3)</b> сидеть (μετ᾽ ἀθανάτοισι, ἐν πέτρῃσι Hom.; ἐπὶ γῆς Arst.);<br /><b class="num">4)</b> помещать (τινὰ ἐπ᾽ οἰκήματος Her.);<br /><b class="num">5)</b> созывать, устраивать ([[ἀνδρῶν]] ἀγοράς Hom.; [[δικαστήριον]] Arph. - ср. 12; τὴν σύγκλητον Plut.); созывать на совещание (τοὺς νομοθέτας Dem.);<br /><b class="num">6)</b> (публично) заседать: κ. καὶ [[δικᾶν]] Her. заседать в суде, творить суд;<br /><b class="num">7)</b> размещать, располагать (στρατόν Eur.; τὴν στρατιάν Thuc.);<br /><b class="num">8)</b> располагаться, размещаться (ἐπὶ τὴν Μητρόπολιν Thuc.);<br /><b class="num">9)</b> находиться, жить (ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλὴμ NT);<br /><b class="num">10)</b> ставить, расставлять ([[φύλακας]] Xen.);<br /><b class="num">11)</b> делать, устраивать: κ. ἐνέδραν Plut. устраивать засаду;<br /><b class="num">12)</b> устанавливать, учреждать (δικαστήρια Plat., Arst. - ср. 5);<br /><b class="num">13)</b> назначать (δικαστήν Plat.; ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ τινάς NT): τὴν βουλὴν πάντων ἐπίσκοπον κ. Plut. возложить на государственный совет наблюдение за всеми делами;<br /><b class="num">14)</b> вынуждать, заставлять: κ. τινὰ κλαίοντα Plat. или κλαίειν τινα Xen. доводить кого-л. до слез;<br /><b class="num">15)</b> садиться на мель, оказываться на мели Polyb.
}}
}}