κρίνω: Difference between revisions

3,287 bytes added ,  30 December 2018
5
(21)
(5)
Line 36: Line 36:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κρίνω]], Μ και [[κρινίσκω]])<br /><b>1.</b> [[νομίζω]], [[θεωρώ]], [[φρονώ]] (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «[[κρίνω]] σε νικᾱν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σχηματίζω]] [[γνώμη]] (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την [[εμφάνιση]]» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον», <b>Αριστοφ.</b><br /><b>3.</b> [[βγάζω]] διαιτητική ή δικαστική [[απόφαση]], [[αποφαίνομαι]] (α. «το [[συμβούλιο]] έκρινε αναγκαία την [[αναβολή]]...» β. «το δικαστήριο έκρινε αθώα την κατηγορουμένη» γ. «κρίνουσι βοῆ καὶ οὐ ψήφῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επιδρώ]] αποφασιστικά, [[παίζω]] [[πρωτεύοντα]] ρόλο ή [[συντελώ]] στην [[τροπή]] ή [[έκβαση]] ενός πράγματος (α. «η [[συμμετοχή]] του στον αγώνα θα κρίνει το [[αποτέλεσμα]]» β. «στη [[συνάντηση]] αυτή κρίνεται το [[μέλλον]] του» γ. «[[πότμος]] δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων περὶ πάντων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[επιπλήττω]], [[κατακρίνω]] (α. «[[οτιδήποτε]] και να κάνει, τήν κρίνει [[συνεχώς]]» β. «μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε», ΚΔ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διατυπώνω]] μια [[γνώμη]] ή μια [[κρίση]] γραπτά ή [[προφορικά]] για κάποιον ή για [[κάτι]] (α. «η [[επιτροπή]] έκρινε την [[εργασία]] του με [[μεγάλη]] [[αυστηρότητα]]» β. «[[ποτέ]] δεν κρίνει αμερόληπτα»)<br /><b>2.</b> [[βασανίζω]], [[παιδεύω]] («μετάστρεψε το λογισμόν ετούτο που σε κρίνει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />λέω σε κάποιον [[κάτι]], [[συζητώ]], [[μιλώ]] («να σού [[κρίνω]] δυο [[λόγια]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κρίνω]] εις άλήθειαν» ή «[[κρίνω]] τὴν ἀλήθειαν» ή «[[κρίνω]] τὸ δίκαιον» — [[αποδίδω]] [[δικαιοσύνη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δικάζω]], [[ανακρίνω]] (α. «όταν μὲν εἰς τὰ πράγματ' ἀποβλέψητε [[φαύλως]] ἔχοντα, τοὺς ἐφεστηκότας κρίνετε», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «κρῑναι ζῶντας καὶ νεκρούς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[προτιμώ]], [[προκρίνω]] (α. «[[κρίνω]] δ' ἄφθονον ὄλβον», <b>Αισχύλ.</b><br />β. τὴν δ' ἐλπίδ' οὐ χρὴ τῆς τύχης κρίνειν [[πάρος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]] (α. «ἐκάλεε τοὺς αὐτοὺς τῶν μάγων οἱ τὸ ἐνύπνιόν οἱ [[ταύτῃ]] ἔκριναν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ὁ [[γέρων]] ἐκρίνατ' ὀνείρους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίζω]], [[ξεδιαλέγω]], [[διακρίνω]] (α. «κρῑν ἄνδρας [[κατά]] φῡλα, κατὰ φρήτρας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «τὸ κρίνειν τὸ ἀληθές τε καὶ μή», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκλέγω]], [[διαλέγω]] («κρίνας τ' ἀνὰ δῆμον ἀρίστους», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κρίνομαι</i><br />α) [[συναγωνίζομαι]], [[αμιλλώμαι]] («μνηστῆρσι καὶ ἡμῑν... [[μένος]] κρίνηται Ἄρηος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) [[φιλονικώ]], [[μάχομαι]] («κρινομένων δὲ περὶ ἀρετῆς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κεκριμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[ισχυρός]] («κεκριμένον [[οὖρον]]» — ισχυρό άνεμο, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κρι</i>-<i>ν</i>-<i>yo</i> εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>s</i>)<i>kri</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>keri</i>- «[[κόβω]], [[χωρίζω]]» και έρρινο [[πρόσφυμα]] -<i>n</i>- (<i>κρι</i>-<i>ν</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>κλί</i>-<i>ν</i>-<i>ω</i>) και συνδέεται με λατ. <i>cerno</i> «[[διακρίνω]], [[χωρίζω]]» και το κελτ.-ουαλ. <i>go</i>-<i>grynu</i> «[[κοσκινίζω]]» (η [[ίδια]] σημ. απαντά στο λατ. <i>cribrum</i> «[[κόσκινο]]» και στους τ. [[κρίμνον]], [[κρησέρα]]). Το ρηματ. επίθ. αντιστοιχεί ακριβώς με λατ. <i>certus</i> «[[βέβαιος]], [[οριστικός]]», ενώ το <i>ē</i> που απαντά στο λατ. <i>excrementum</i> «[[έκκριση]]» εμφανίζεται πιθ. και στον τ. [[κρησέρα]]. Η λ. με τη σημ. «[[δικάζω]]» χρησιμοποιήθηκε ως [[δικανικός]] όρος της αρχ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[δικάζω]]), ενώ η λ. [[σήμερα]] χρησιμοποιείται [[κυρίως]] με τη σημ. «[[ασκώ]] κριτική, [[αποφασίζω]]». Ο τ. [[κρινίσκω]] εμφανίζει [[επίθημα]] -[[ίσκω]], που απαντά και σε άλλους διαλεκτικούς ενεστωτικούς τ. Το θ. του ρηματ. επιθ. [[κριτός]] εμφανίζεται σε [[πολλά]] ανθρωπωνύμια (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Κριτίας</i>, <i>Κρίτυλλα</i>, <i>Κρίτων</i> και τα σύνθ. <i>Κριτόδουλος</i>, <i>Δημόκριτος</i>, <i>Πολύκριτος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρίμα]], [[κρίση]](-<i>ις</i>), [[κριτής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κριντήρ]], [[κριτήρ]], [[κριτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρίτρο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ανακρίνω]], [[ανταποκρίνομαι]], [[διακρίνω]], [[εγκρίνω]], [[εκκρίνω]], [[επικρίνω]], [[κατακρίνω]], [[προανακρίνω]], [[προκρίνω]], [[συγκρίνω]], [[υπερεκκρίνω]], [[υποκρίνομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντεκκρίνω</i>, [[αντικρίνω]], <i>αντιπροσκρίνω</i>, <i>αντισυγκρίνω</i>, <i>αποδιακρίνω</i>, [[αποκρίνω]], [[εισκρίνω]], [[εκπροκρίνω]], [[επιδιακρίνω]], <i>κατασυλκρίνω</i>, <i>μετασυλκρίνω</i>, [[παρακρίνω]], [[παρεισκρίνω]], [[παρεπικρίνω]], [[προδιακρίνω]], [[προεκκρίνω]], [[προεπικρίνω]], [[προκατακρίνω]], [[προσανακρίνω]], [[προσδιακρίνω]], [[προσεισκρίνω]], [[προσεπικρίνω]], [[προσεπισυγκρίνω]], [[προσκρίνω]], [[συνανακρίνω]], [[συνδιακρίνω]], [[συνεισκρίνω]], [[συνεκκρίνω]], [[συνεπικρίνω]], [[υπεκκρίνω]], <i>υπερκρίνω</i>, [[υποδιακρίνω]], <i>υποκρίνω</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδικοκρίνω]], [[αντεπικρίνω]], [[απεκκρίνω]], [[αποκρίνομαι]], [[καλοκρίνω]], [[λογοκρίνω]], <i>ξεδιακρίνω</i>, [[ξεκρίνω]], <i>προεγκρίνω</i>].
|mltxt=(AM [[κρίνω]], Μ και [[κρινίσκω]])<br /><b>1.</b> [[νομίζω]], [[θεωρώ]], [[φρονώ]] (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «[[κρίνω]] σε νικᾱν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σχηματίζω]] [[γνώμη]] (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την [[εμφάνιση]]» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον», <b>Αριστοφ.</b><br /><b>3.</b> [[βγάζω]] διαιτητική ή δικαστική [[απόφαση]], [[αποφαίνομαι]] (α. «το [[συμβούλιο]] έκρινε αναγκαία την [[αναβολή]]...» β. «το δικαστήριο έκρινε αθώα την κατηγορουμένη» γ. «κρίνουσι βοῆ καὶ οὐ ψήφῳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[επιδρώ]] αποφασιστικά, [[παίζω]] [[πρωτεύοντα]] ρόλο ή [[συντελώ]] στην [[τροπή]] ή [[έκβαση]] ενός πράγματος (α. «η [[συμμετοχή]] του στον αγώνα θα κρίνει το [[αποτέλεσμα]]» β. «στη [[συνάντηση]] αυτή κρίνεται το [[μέλλον]] του» γ. «[[πότμος]] δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων περὶ πάντων», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[επιπλήττω]], [[κατακρίνω]] (α. «[[οτιδήποτε]] και να κάνει, τήν κρίνει [[συνεχώς]]» β. «μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε», ΚΔ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διατυπώνω]] μια [[γνώμη]] ή μια [[κρίση]] γραπτά ή [[προφορικά]] για κάποιον ή για [[κάτι]] (α. «η [[επιτροπή]] έκρινε την [[εργασία]] του με [[μεγάλη]] [[αυστηρότητα]]» β. «[[ποτέ]] δεν κρίνει αμερόληπτα»)<br /><b>2.</b> [[βασανίζω]], [[παιδεύω]] («μετάστρεψε το λογισμόν ετούτο που σε κρίνει», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />λέω σε κάποιον [[κάτι]], [[συζητώ]], [[μιλώ]] («να σού [[κρίνω]] δυο [[λόγια]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[κρίνω]] εις άλήθειαν» ή «[[κρίνω]] τὴν ἀλήθειαν» ή «[[κρίνω]] τὸ δίκαιον» — [[αποδίδω]] [[δικαιοσύνη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δικάζω]], [[ανακρίνω]] (α. «όταν μὲν εἰς τὰ πράγματ' ἀποβλέψητε [[φαύλως]] ἔχοντα, τοὺς ἐφεστηκότας κρίνετε», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «κρῑναι ζῶντας καὶ νεκρούς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[προτιμώ]], [[προκρίνω]] (α. «[[κρίνω]] δ' ἄφθονον ὄλβον», <b>Αισχύλ.</b><br />β. τὴν δ' ἐλπίδ' οὐ χρὴ τῆς τύχης κρίνειν [[πάρος]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ερμηνεύω]], [[εξηγώ]] (α. «ἐκάλεε τοὺς αὐτοὺς τῶν μάγων οἱ τὸ ἐνύπνιόν οἱ [[ταύτῃ]] ἔκριναν», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ὁ [[γέρων]] ἐκρίνατ' ὀνείρους», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χωρίζω]], [[ξεδιαλέγω]], [[διακρίνω]] (α. «κρῑν ἄνδρας [[κατά]] φῡλα, κατὰ φρήτρας», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «τὸ κρίνειν τὸ ἀληθές τε καὶ μή», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκλέγω]], [[διαλέγω]] («κρίνας τ' ἀνὰ δῆμον ἀρίστους», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>κρίνομαι</i><br />α) [[συναγωνίζομαι]], [[αμιλλώμαι]] («μνηστῆρσι καὶ ἡμῑν... [[μένος]] κρίνηται Ἄρηος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />β) [[φιλονικώ]], [[μάχομαι]] («κρινομένων δὲ περὶ ἀρετῆς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>κεκριμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[ισχυρός]] («κεκριμένον [[οὖρον]]» — ισχυρό άνεμο, <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κρι</i>-<i>ν</i>-<i>yo</i> εμφανίζει τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>s</i>)<i>kri</i>- της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>keri</i>- «[[κόβω]], [[χωρίζω]]» και έρρινο [[πρόσφυμα]] -<i>n</i>- (<i>κρι</i>-<i>ν</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>κλί</i>-<i>ν</i>-<i>ω</i>) και συνδέεται με λατ. <i>cerno</i> «[[διακρίνω]], [[χωρίζω]]» και το κελτ.-ουαλ. <i>go</i>-<i>grynu</i> «[[κοσκινίζω]]» (η [[ίδια]] σημ. απαντά στο λατ. <i>cribrum</i> «[[κόσκινο]]» και στους τ. [[κρίμνον]], [[κρησέρα]]). Το ρηματ. επίθ. αντιστοιχεί ακριβώς με λατ. <i>certus</i> «[[βέβαιος]], [[οριστικός]]», ενώ το <i>ē</i> που απαντά στο λατ. <i>excrementum</i> «[[έκκριση]]» εμφανίζεται πιθ. και στον τ. [[κρησέρα]]. Η λ. με τη σημ. «[[δικάζω]]» χρησιμοποιήθηκε ως [[δικανικός]] όρος της αρχ. (<b>[[πρβλ]].</b> [[δικάζω]]), ενώ η λ. [[σήμερα]] χρησιμοποιείται [[κυρίως]] με τη σημ. «[[ασκώ]] κριτική, [[αποφασίζω]]». Ο τ. [[κρινίσκω]] εμφανίζει [[επίθημα]] -[[ίσκω]], που απαντά και σε άλλους διαλεκτικούς ενεστωτικούς τ. Το θ. του ρηματ. επιθ. [[κριτός]] εμφανίζεται σε [[πολλά]] ανθρωπωνύμια (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Κριτίας</i>, <i>Κρίτυλλα</i>, <i>Κρίτων</i> και τα σύνθ. <i>Κριτόδουλος</i>, <i>Δημόκριτος</i>, <i>Πολύκριτος</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κρίμα]], [[κρίση]](-<i>ις</i>), [[κριτής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κριντήρ]], [[κριτήρ]], [[κριτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρίτρο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ανακρίνω]], [[ανταποκρίνομαι]], [[διακρίνω]], [[εγκρίνω]], [[εκκρίνω]], [[επικρίνω]], [[κατακρίνω]], [[προανακρίνω]], [[προκρίνω]], [[συγκρίνω]], [[υπερεκκρίνω]], [[υποκρίνομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντεκκρίνω</i>, [[αντικρίνω]], <i>αντιπροσκρίνω</i>, <i>αντισυγκρίνω</i>, <i>αποδιακρίνω</i>, [[αποκρίνω]], [[εισκρίνω]], [[εκπροκρίνω]], [[επιδιακρίνω]], <i>κατασυλκρίνω</i>, <i>μετασυλκρίνω</i>, [[παρακρίνω]], [[παρεισκρίνω]], [[παρεπικρίνω]], [[προδιακρίνω]], [[προεκκρίνω]], [[προεπικρίνω]], [[προκατακρίνω]], [[προσανακρίνω]], [[προσδιακρίνω]], [[προσεισκρίνω]], [[προσεπικρίνω]], [[προσεπισυγκρίνω]], [[προσκρίνω]], [[συνανακρίνω]], [[συνδιακρίνω]], [[συνεισκρίνω]], [[συνεκκρίνω]], [[συνεπικρίνω]], [[υπεκκρίνω]], <i>υπερκρίνω</i>, [[υποδιακρίνω]], <i>υποκρίνω</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αδικοκρίνω]], [[αντεπικρίνω]], [[απεκκρίνω]], [[αποκρίνομαι]], [[καλοκρίνω]], [[λογοκρίνω]], <i>ξεδιακρίνω</i>, [[ξεκρίνω]], <i>προεγκρίνω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρίνω:''' [ῑ], Επικ. γʹ υποτ. <i>κρίνησι</i>· μέλ. <i>κρῐνῶ</i>, Επικ. <i>κρῐνέω</i>· αόρ. αʹ <i>ἔκρῑνα</i>, παρακ. <i>κέκρῐκα</i> — Μέσ., μέλ. <i>κρῐνοῦμαι</i> (με Παθ. [[σημασία]])· αόρ. αʹ <i>ἐκρινάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>κρῐθήσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἐκρίθην]] [ῐ], Επικ. <i>ἐκρίνθην</i>, παρακ. <i>κέκρῐμαι</i>, απαρ. <i>κεκρίσθαι</i>· Λατ. [[cerno]],<br /><b class="num">I.</b> [[ξεχωρίζω]], [[διαχωρίζω]], [[διαμοιράζω]], [[διακρίνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[διαλέγω]], [[εκλέγω]], [[επιλέγω]], σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. — Μέσ., [[διαλέγω]] για τον εαυτό μου, [[επιλέγω]], σε Όμηρ. — Παθ., [[διαλέγομαι]], σε Ομήρ. Ιλ.· μτχ. παρακ. και αορ. αʹ <i>κεκριμένος</i>, [[κριθείς]], εκλεγμένος, [[διαλεχτός]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[αποφασίζω]] αγώνα, στον ίδ., Ηρόδ. κ.λπ.· <i>σκολιὰς κρίνειν θέμιστας</i>, [[εξάγω]] στρεβλές αποφάσεις, δηλ. [[κρίνω]] άδικα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κρίνουσι βόῃ καὶ οὐ ψήφῳ</i>, αποφάσισαν μέσω φωνών και όχι με [[ψηφοφορία]], σε Θουκ.· [[αποφασίζω]] αγώνα για [[βραβείο]], σε Σοφ. κ.λπ.· κρ. [[τὰς]] θεάς, [[κρίνω]] σχετικά με τον αγώνα τους, δηλ. [[αποφαίνομαι]], [[αποτιμώ]], σε Ευρ. — Παθ. και Μέσ., λέγεται για πρόσωπα, [[αποφασίζω]] σχετικά με διαγωνισμό, [[καταλήγω]], [[γνωμοδοτώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[αποφαίνομαι]] για, [[κρίνω]], [[επιδικάζω]], [[κατακυρώνω]], [[κράτος]] τινί, σε Σοφ.<br /><b class="num">3.</b> [[εκτιμώ]], [[υπολογίζω]], πρὸς ἐμαυτὸν [[κρίνων]] (<i>αὐτόν</i>), κρίνοντάς τον βάσει του [[εαυτού]] μου, σε Δημ. — Παθ., [[ἴσον]] παρ' ἐμοὶ κέκριται, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">4.</b> [[ερμηνεύω]], [[αναλύω]] όνειρα, στον ίδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">5.</b> με αιτ. και απαρ., [[αποφασίζω]] ή [[κρίνω]] ότι, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">6.</b> με απαρ. μόνο, [[αποφασίζω]] να κάνω [[κάτι]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">IV.</b> 1. [[αμφισβητώ]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[κατηγορώ]], [[προσάγω]] σε [[δίκη]], σε Ξεν. κ.λπ. — Παθ., προσάγομαι σε [[δίκη]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> καταδικάζομαι, κατακρίνομαι, σε Σοφ., Δημ.
}}
}}