μαινόλις: Difference between revisions

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιδος ; <i>acc.</i> ιν;<br /><i>adj. f.</i><br /><i>c.</i> [[μαινόλης]].
|btext=ιδος ; <i>acc.</i> ιν;<br /><i>adj. f.</i><br /><i>c.</i> [[μαινόλης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μαινόλις:''' θηλ. του [[μαινόλης]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

μαινόλις: θηλ. τοῦ μαινόλης, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ιδος ; acc. ιν;
adj. f.
c. μαινόλης.

Greek Monotonic

μαινόλις: θηλ. του μαινόλης, σε Ευρ.