μορφάω: Difference between revisions

From LSJ

σύ με μαστροπεύσεις πρὸς τὴν πόλιν → so you intend acting the procurer

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />figurer, représenter.<br />'''Étymologie:''' [[μορφή]].
|btext=-ῶ :<br />figurer, représenter.<br />'''Étymologie:''' [[μορφή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μορφάω:''' ([[μορφή]]), [[διαμορφώνω]], διαπλάθω, [[σχηματίζω]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 208] abbilden, darstellen, ἁ δ' εἰκὼν μορφᾷ καὶ μεγαλοφροσύναν, Nossis 8 (VI, 354).

Greek (Liddell-Scott)

μορφάω: ἀπεικονίζω, παριστάνω, ἡ δ’ εἰκὼν μορφᾷ καὶ μεγαλοφροσύναν Ἀνθ. Π. 6. 354.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
figurer, représenter.
Étymologie: μορφή.

Greek Monotonic

μορφάω: (μορφή), διαμορφώνω, διαπλάθω, σχηματίζω, σε Ανθ.