ὁπλιστέον: Difference between revisions
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
(6_20) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁπλιστέον''': ῥημ. ἐπίθ., τοῦ [[ὁπλίζω]], δεῖ ὁπλίζειν, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 6. | |lstext='''ὁπλιστέον''': ῥημ. ἐπίθ., τοῦ [[ὁπλίζω]], δεῖ ὁπλίζειν, Ξεν. Ἱππαρχ. 1, 6. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὁπλιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[ὁπλίζω]], πρέπει να εξοπλίσουμε κάποιον, σε Ξεν. | |||
}} | }} |