παρτιθεῖ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(Autenrieth)
(5)
Line 4: Line 4:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[παρατίθημι]].
|auten=see [[παρατίθημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρτιθεῖ:''' ποιητ. αντί <i>παρατιθεῖ</i>, γʹ ενικ. του [[παρατίθημι]].
}}
}}

Revision as of 01:00, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. prés. ind. épq. de παρατίθημι.

English (Autenrieth)

see παρατίθημι.

Greek Monotonic

παρτιθεῖ: ποιητ. αντί παρατιθεῖ, γʹ ενικ. του παρατίθημι.