3,274,916
edits
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο / [[σκευοφόρος]], -ον, ΝΑ και [[σκευηφόρος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει φορτία ή αποσκευές, [[σκευαγωγός]] (α. «σκευοφόρα ζώα» β. «εἵποντο σιτοφόροι τε και σκευοφόροι κάμηλοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σκευοφόρα</i> (ενν. <i>ζώα</i>)<br />τα υποζύγια που ακολουθούν τον στρατό και μεταφέρουν τις αποσκευές του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[σκευοφόρος]]<br />α) κλειστό σιδηροδρομικό όχημα, [[κυρίως]] για τη [[μεταφορά]] αποσκευών [[αλλά]] και επιβατών όταν αυτοί μεταφέρουν ογκώδη αντικείμενα συνοδεύοντάς τα<br />β) <b>στρ.</b> όχημα του πυροβολικού που μεταφέρει [[κάθε]] είδους υλικό απαραίτητο στις μονάδες σε [[εκστρατεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σκευοφόρος]]<br />[[αχθοφόρος]], [[χαμάλης]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ σκευοφόροι</i><br />υπηρέτες τών οπλιτών που μετέφεραν τις αποσκευές και τα όπλα τους, [[ιδίως]] τις ασπίδες<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σκευοφόρα</i><br />(ενν. <i>κτήνη</i>) τα υποζύγια που χρησιμοποιούσε ο [[στρατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκεῦος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>σιτο</i>-[[φόρος]]. | |mltxt=-ο / [[σκευοφόρος]], -ον, ΝΑ και [[σκευηφόρος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που μεταφέρει φορτία ή αποσκευές, [[σκευαγωγός]] (α. «σκευοφόρα ζώα» β. «εἵποντο σιτοφόροι τε και σκευοφόροι κάμηλοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σκευοφόρα</i> (ενν. <i>ζώα</i>)<br />τα υποζύγια που ακολουθούν τον στρατό και μεταφέρουν τις αποσκευές του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[σκευοφόρος]]<br />α) κλειστό σιδηροδρομικό όχημα, [[κυρίως]] για τη [[μεταφορά]] αποσκευών [[αλλά]] και επιβατών όταν αυτοί μεταφέρουν ογκώδη αντικείμενα συνοδεύοντάς τα<br />β) <b>στρ.</b> όχημα του πυροβολικού που μεταφέρει [[κάθε]] είδους υλικό απαραίτητο στις μονάδες σε [[εκστρατεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σκευοφόρος]]<br />[[αχθοφόρος]], [[χαμάλης]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>oἱ σκευοφόροι</i><br />υπηρέτες τών οπλιτών που μετέφεραν τις αποσκευές και τα όπλα τους, [[ιδίως]] τις ασπίδες<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ σκευοφόρα</i><br />(ενν. <i>κτήνη</i>) τα υποζύγια που χρησιμοποιούσε ο [[στρατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκεῦος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>σιτο</i>-[[φόρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκευοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μεταφέρει [[σκεύη]]· <i>αἱ σκευοφόροι κάμηλοι</i>, καμήλες που προορίζονται για τη [[μεταφορά]] αποσκευών, σε Ηρόδ.· <i>τὰ σκευοφόρα</i> (ενν. <i>κτήνη</i>), τα φορτηγά ζώα που ακολουθούν το [[στράτευμα]], σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[μεταφορέας]] αποσκευών ενός μαχητή, [[αχθοφόρος]], σε Αριστοφ.· <i>οἱ σκευοφόροι</i>, οι μεταφορείς των εφοδίων του στρατεύματος, οι υπηρέτες του στρατοπέδου, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. | |||
}} | }} |