σκεῦος: Difference between revisions

1,274 bytes added ,  31 December 2018
6
(37)
(6)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ους, το / σκεῡος -εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. [[σκέα]] και σκεῡα Α<br />[[κάθε]] κινητό [[κατασκεύασμα]], όπως λ.χ. [[αγγείο]], [[δοχείο]], [[εργαλείο]], [[έπιπλο]], που [[είναι]] χρήσιμο για τις ανάγκες του ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῡός τι κατὰ τὴν οἰκίαν πλανωμένη», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «επιτραπέζια σκεύη» — όλα τα απαραίτητα για την [[παράθεση]] γεύματος σκεύη<br />β) «ιερά σκεύη»<br /><b>εκκλ.</b> τα καθιερωμένα από τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους ειδικά αντικείμενα για την [[τέλεση]] τών μυστηρίων και ιδιαίτερα της Θείας Λειτουργίας, όπως [[είναι]] λ.χ. το ποτήριο, ο [[δίσκος]], το [[αρτοφόριο]], ο [[αστερίσκος]], η [[λαβίδα]], η [[λόγχη]], το [[ζέον]]<br />γ) «[[σκεύος]] εκλογής»<br /><b>μτφ.</b> ο [[απόστολος]] Παύλος, τον οποίο ο Ιησούς επέλεξε για τη [[διάδοση]] της πίστης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μαγειρικά σκεύη» — [[οτιδήποτε]] χρησιμεύει στη [[μαγειρική]], όπως [[είναι]] λ.χ. οι χύτρες, τα πιάτα, τα κουταλομαχαιροπίρουνα<br />β) «[[σκεύος]] ηδονής» — η [[γυναίκα]] όταν αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως [[μέσο]] που προσφέρει σεξουαλική [[ηδονή]] στους άνδρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] άψυχο [[αντικείμενο]], σε [[αντιδιαστολή]] με το ζώο ή το [[σώμα]]<br /><b>2.</b> το [[σώμα]], [[επειδή]] περιέχει την [[ψυχή]]<br /><b>3.</b> το [[αιδοίο]]<br /><b>4.</b> η [[σαρκοφάγος]]<br /><b>5.</b> ο [[εξαρτισμός]], η [[αρματωσιά]] του πλοίου («σκεύη τριηρικά» — η [[εξαρτία]] τριήρους, <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> ([[κυρίως]] στον πληθ. με περιληπτική σημ.) <i>τὰ σκεύη</i><br />α) η [[οικοσκευή]] σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα ζώα και την ακίνητη [[περιουσία]] («καὶ τὰ σκεύη [[πάλιν]] εἰς τὸν ἀγρὸν νυνὶ χρὴ [[πάντα]] κομίζειν», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) τα απαραίτητα είδη ενός φαρμακείου<br />γ) τα απαραίτητα στρατιωτικά είδη και αντικείμενα («τὰ περὶ τὸ [[σῶμα]] σκεύη», <b>Θουκ.</b>)<br />δ) (γενικά) οι αποσκευές και ειδικότερα οι στρατιωτικές αποσκευές (α. «τί δῆτ' ἐδει με ταῡτα τὰ σκεύη φέρειν», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ὄνοι αὐτοῑς σκεύεσι» — όνοι [[μαζί]] με τα φορτία τους, <b>Ξεν.</b>)<br />ε) ([[κατά]] τον Πρωταγ.) τα ουδέτερα ονόματα, [[επειδή]] οι ονομασίες τών οργάνων [[είναι]] γένους ουδετέρου («ἄρρενα καὶ [[θήλεα]] καὶ σκεύη», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «γεωργικά σκεύη» — τα γεωργικά εργαλεία<br />β) «σκεῡος ὑπηρετικόν» — [[άτομο]] που χρησιμεύει ως απλό [[εργαλείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος του καθημερινού λεξιλογίου άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με λιθουαν. <i>šau</i>-<i>ju</i> «[[πυροβολώ]], [[χτυπώ]], [[σπρώχνω]]», αρχ. άνω γερμ. <i>sciozan</i> «[[πυροβολώ]]», όπως και η [[αναγωγή]] στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>keu</i>- «[[ετοιμάζω]], [[εκτελώ]]», παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].
|mltxt=-ους, το / σκεῡος -εος, ΝΜΑ, και μτγν. τ. πληθ. [[σκέα]] και σκεῡα Α<br />[[κάθε]] κινητό [[κατασκεύασμα]], όπως λ.χ. [[αγγείο]], [[δοχείο]], [[εργαλείο]], [[έπιπλο]], που [[είναι]] χρήσιμο για τις ανάγκες του ανθρώπου (α. «τοὺς έκλεψαν όλα τα χρυσά σκεύη» β. «κἂν ἐκβάλῃ σκεῡός τι κατὰ τὴν οἰκίαν πλανωμένη», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «επιτραπέζια σκεύη» — όλα τα απαραίτητα για την [[παράθεση]] γεύματος σκεύη<br />β) «ιερά σκεύη»<br /><b>εκκλ.</b> τα καθιερωμένα από τους πρωτοχριστιανικούς χρόνους ειδικά αντικείμενα για την [[τέλεση]] τών μυστηρίων και ιδιαίτερα της Θείας Λειτουργίας, όπως [[είναι]] λ.χ. το ποτήριο, ο [[δίσκος]], το [[αρτοφόριο]], ο [[αστερίσκος]], η [[λαβίδα]], η [[λόγχη]], το [[ζέον]]<br />γ) «[[σκεύος]] εκλογής»<br /><b>μτφ.</b> ο [[απόστολος]] Παύλος, τον οποίο ο Ιησούς επέλεξε για τη [[διάδοση]] της πίστης<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «μαγειρικά σκεύη» — [[οτιδήποτε]] χρησιμεύει στη [[μαγειρική]], όπως [[είναι]] λ.χ. οι χύτρες, τα πιάτα, τα κουταλομαχαιροπίρουνα<br />β) «[[σκεύος]] ηδονής» — η [[γυναίκα]] όταν αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως [[μέσο]] που προσφέρει σεξουαλική [[ηδονή]] στους άνδρες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθε]] άψυχο [[αντικείμενο]], σε [[αντιδιαστολή]] με το ζώο ή το [[σώμα]]<br /><b>2.</b> το [[σώμα]], [[επειδή]] περιέχει την [[ψυχή]]<br /><b>3.</b> το [[αιδοίο]]<br /><b>4.</b> η [[σαρκοφάγος]]<br /><b>5.</b> ο [[εξαρτισμός]], η [[αρματωσιά]] του πλοίου («σκεύη τριηρικά» — η [[εξαρτία]] τριήρους, <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>6.</b> ([[κυρίως]] στον πληθ. με περιληπτική σημ.) <i>τὰ σκεύη</i><br />α) η [[οικοσκευή]] σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα ζώα και την ακίνητη [[περιουσία]] («καὶ τὰ σκεύη [[πάλιν]] εἰς τὸν ἀγρὸν νυνὶ χρὴ [[πάντα]] κομίζειν», <b>Αριστοφ.</b>)<br />β) τα απαραίτητα είδη ενός φαρμακείου<br />γ) τα απαραίτητα στρατιωτικά είδη και αντικείμενα («τὰ περὶ τὸ [[σῶμα]] σκεύη», <b>Θουκ.</b>)<br />δ) (γενικά) οι αποσκευές και ειδικότερα οι στρατιωτικές αποσκευές (α. «τί δῆτ' ἐδει με ταῡτα τὰ σκεύη φέρειν», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ὄνοι αὐτοῑς σκεύεσι» — όνοι [[μαζί]] με τα φορτία τους, <b>Ξεν.</b>)<br />ε) ([[κατά]] τον Πρωταγ.) τα ουδέτερα ονόματα, [[επειδή]] οι ονομασίες τών οργάνων [[είναι]] γένους ουδετέρου («ἄρρενα καὶ [[θήλεα]] καὶ σκεύη», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «γεωργικά σκεύη» — τα γεωργικά εργαλεία<br />β) «σκεῡος ὑπηρετικόν» — [[άτομο]] που χρησιμεύει ως απλό [[εργαλείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος του καθημερινού λεξιλογίου άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της λ. με λιθουαν. <i>šau</i>-<i>ju</i> «[[πυροβολώ]], [[χτυπώ]], [[σπρώχνω]]», αρχ. άνω γερμ. <i>sciozan</i> «[[πυροβολώ]]», όπως και η [[αναγωγή]] στην ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>keu</i>- «[[ετοιμάζω]], [[εκτελώ]]», παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκεῦος:''' -εος, τό,·<br /><b class="num">1.</b> [[δοχείο]], [[αγγείο]], [[εργαλείο]] ή [[σύνεργο]] οποιουδήποτε είδους, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· πληθ. με περιληπτική [[σημασία]], [[επίπλωση]], [[νοικοκυριό]], οικιακά [[σκεύη]], κινητή [[περιουσία]], σε Αριστοφ.· [[ιδίως]] λέγεται για στρατιωτικά εφόδια, [[εξοπλισμός]], στρατιωτική [[αποσκευή]], σε Θουκ., Ξεν.· αποσκευές, εφόδια, Λατ. impedimenta, σε Αριστοφ., Ξεν.· [[αρματωσιά]] ή εφόδια πλοίων, σε Ξεν., Κ.Δ.<br /><b class="num">2.</b> άψυχο [[αντικείμενο]], [[πράγμα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> μεταφ., τὸ [[σκεῦος]], το [[σώμα]] ως [[σκεύος]], που περιέχει την [[ψυχή]], σε Καινή Διαθήκη· [[σκεῦος]] ἐκλογῆς, το επιλεγμένο όργανο, λέγεται για τον Απόστολο Παύλο που επιλέχθηκε να κηρύξει το Θείο Λόγο, στο ίδ.
}}
}}