χώσεται: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(6)
(4b)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χώσεται:''' Επικ. αντί <i>χώσηται</i>, γʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ του [[χώομαι]].
|lsmtext='''χώσεται:''' Επικ. αντί <i>χώσηται</i>, γʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ του [[χώομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''χώσεται:''' эп. (= χώσηται) 3 л. sing. aor. conjct. к [[χώομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 07:04, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. f. ind. ou poét. 3ᵉ sg. sbj. ao. Moy. de χώομαι.

Greek Monotonic

χώσεται: Επικ. αντί χώσηται, γʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ του χώομαι.

Russian (Dvoretsky)

χώσεται: эп. (= χώσηται) 3 л. sing. aor. conjct. к χώομαι.