δέξαι: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(3)
(1b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δέξαι:''' προστ. αορ. αʹ του [[δέχομαι]].
|lsmtext='''δέξαι:''' προστ. αορ. αʹ του [[δέχομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''δέξαι:''' <b class="num">I</b> imper. aor. к [[δέχομαι]].<br /><b class="num">II</b> ион. (= [[δεῖξαι]]) inf. aor. к [[δείκνυμι]].
}}
}}

Revision as of 07:08, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

impér. ao. de δέχομαι;
ion. p. δεῖξαι, inf. ao. de δείκνυμι.

Greek Monotonic

δέξαι: προστ. αορ. αʹ του δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

δέξαι: I imper. aor. к δέχομαι.
II ион. (= δεῖξαι) inf. aor. к δείκνυμι.