προπηλακιστικῶς: Difference between revisions
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(6) |
(4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προπηλᾰκιστικῶς:''' επίρρ., προσβλητικά, υβριστικά, σε Δημ. | |lsmtext='''προπηλᾰκιστικῶς:''' επίρρ., προσβλητικά, υβριστικά, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προπηλᾰκιστικῶς:''' оскорбительно, оскорбляюще (διαλέγεσθαί τινι Dem.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière outrageante.
Étymologie: προπηλακίζω.
Greek Monotonic
προπηλᾰκιστικῶς: επίρρ., προσβλητικά, υβριστικά, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
προπηλᾰκιστικῶς: оскорбительно, оскорбляюще (διαλέγεσθαί τινι Dem.).