ῥύομαι: Difference between revisions

1,389 bytes added ,  31 December 2018
4
(6)
(4)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥύομαι:''' μέλ. ῥύσομαι [ῡ]· αόρ. αʹ <i>ἐρρῡσάμην</i>· Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ <i>ἔρῡτο</i>, γʹ πληθ. <i>ἔρυντο</i>, ῥύᾰτο [ῡ], απαρ. [[ῥῦσθαι]]· αποθ., [[αλλά]] και αόρ. αʹ <i>ἐρρύσθην</i> με Παθ. [[σημασία]]·<br /><b class="num">I.</b> [[σύρω]] προς τον εαυτό μου, δηλ. σύροντας [[βγάζω]] απ' τον κίνδυνο, [[σώζω]], [[λυτρώνω]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>ῥύομαί τινα ὑπὲκ θανάτου</i>, <i>ὑπὲκ κακοῦ</i>, [[σώζω]] κάποιον από..., σε Όμηρ.· ομοίως, με γεν., <i>ῥύομαί τινατοῦ μὴ κατακαυθῆναι</i>, σε Ηρόδ.· ή μόνο με απαρ., ῥύομαί τινα [[θανεῖν]] ή <i>μὴ κατθανεῖν</i>, σε Ευρ.· επίσης, [[σώζω]] από [[ασθένεια]], [[γιατρεύω]], [[θεραπεύω]], σε Ηρόδ.· [[ελευθερώνω]], [[απολυτρώνω]], [[αποδεσμεύω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐκ δουλοσύνης</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[θωρακίζω]], [[φρουρώ]], [[περιφρουρώ]], [[προστατεύω]], λέγεται για φύλακες, προστάτες θεούς, ηγεμόνες, βασιλείς κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, για αμυντικό οπλισμό, όπλα, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> στο Σοφ., το <i>ῥῦσαι</i> με [[διπλή]] [[σημασία]], <i>ῥῦσαι σεαυτόν..</i>., ῥῦσαι δὲ [[μίασμα]] τοῦ τεθνηκότος, λύτρωσε τον εαυτό [[σου]]..., και απάλλαξέ μας από το [[μίασμα]]· ομοίως και, ῥύσεσθαι [[τὰς]] αἰτίας, να απαλλάξει από τις κατηγορίες, να αναιρέσει τις κατηγορίες, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[σύρω]] [[πίσω]], [[αναχαιτίζω]], [[εμποδίζω]], [[ανακόπτω]], [[αναστέλλω]], [[παρεμποδίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.<br /><b class="num">IV.</b> [[αποκρούω]], [[απομακρύνω]], [[κρατώ]] σε [[απόσταση]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ῥύομαι:''' μέλ. ῥύσομαι [ῡ]· αόρ. αʹ <i>ἐρρῡσάμην</i>· Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ <i>ἔρῡτο</i>, γʹ πληθ. <i>ἔρυντο</i>, ῥύᾰτο [ῡ], απαρ. [[ῥῦσθαι]]· αποθ., [[αλλά]] και αόρ. αʹ <i>ἐρρύσθην</i> με Παθ. [[σημασία]]·<br /><b class="num">I.</b> [[σύρω]] προς τον εαυτό μου, δηλ. σύροντας [[βγάζω]] απ' τον κίνδυνο, [[σώζω]], [[λυτρώνω]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· <i>ῥύομαί τινα ὑπὲκ θανάτου</i>, <i>ὑπὲκ κακοῦ</i>, [[σώζω]] κάποιον από..., σε Όμηρ.· ομοίως, με γεν., <i>ῥύομαί τινατοῦ μὴ κατακαυθῆναι</i>, σε Ηρόδ.· ή μόνο με απαρ., ῥύομαί τινα [[θανεῖν]] ή <i>μὴ κατθανεῖν</i>, σε Ευρ.· επίσης, [[σώζω]] από [[ασθένεια]], [[γιατρεύω]], [[θεραπεύω]], σε Ηρόδ.· [[ελευθερώνω]], [[απολυτρώνω]], [[αποδεσμεύω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἐκ δουλοσύνης</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> γενικά, [[θωρακίζω]], [[φρουρώ]], [[περιφρουρώ]], [[προστατεύω]], λέγεται για φύλακες, προστάτες θεούς, ηγεμόνες, βασιλείς κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, για αμυντικό οπλισμό, όπλα, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> στο Σοφ., το <i>ῥῦσαι</i> με [[διπλή]] [[σημασία]], <i>ῥῦσαι σεαυτόν..</i>., ῥῦσαι δὲ [[μίασμα]] τοῦ τεθνηκότος, λύτρωσε τον εαυτό [[σου]]..., και απάλλαξέ μας από το [[μίασμα]]· ομοίως και, ῥύσεσθαι [[τὰς]] αἰτίας, να απαλλάξει από τις κατηγορίες, να αναιρέσει τις κατηγορίες, σε Θουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[σύρω]] [[πίσω]], [[αναχαιτίζω]], [[εμποδίζω]], [[ανακόπτω]], [[αναστέλλω]], [[παρεμποδίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.<br /><b class="num">IV.</b> [[αποκρούω]], [[απομακρύνω]], [[κρατώ]] σε [[απόσταση]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥύομαι:''' (в fut. и aor. ῡ, в praes. и impf. ῠ и ῡ) (fut. ῥύσομαι, aor. ἐρρυσάμην - эп. [[ῥυσάμην]]; эп. impf.: 2 л. sing. iter. [[ῥύσκευ]], 3 л. sing. (ἐ)ρύετο, 3 л. pl. [[ῥύατο]]; эп. 3 л. sing. aor. 2 ἔρρυτο; inf. praes. ῥύεσθαι - эп. [[ῥῦσθαι]]; aor. pass. ἐρρύσθην)<br /><b class="num">1)</b> задерживать, удерживать (Ἠῶ ἐπ᾽ Ὠκεανῷ Hom.);<br /><b class="num">2)</b> освобождать, избавлять, спасать (τινα [[ὑπέκ]] τινος и [[ὑπό]] τινος Hom., ἔκ τινος Pind., Her., Eur., [[ἀπό]] τινος Soph. и τινος Her., Pind., Eur., Arph.): ῥ. τινα [[θανεῖν]] или μὴ [[θανεῖν]] Eur. спасать кого-л. от смерти;<br /><b class="num">3)</b> охранять, стеречь (τὰς [[σῦς]] Hom.; sc. τὴν πόλιν Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> (о шлеме и т. п.) защищать, прикрывать ([[κάρη]] τε [[μέτωπον]] Hom.);<br /><b class="num">5)</b> скрывать, прятать ([[μήδεα]] Hom.);<br /><b class="num">6)</b> устранять, искупать, заглаживать (ἔργῳ ἀγαθῷ ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας Thuc.).
}}
}}