3,274,831
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπέρκοπος:''' -ον ([[κόπτω]]), αυτός που υπερβαίνει [[κάθε]] όριο, [[επιδεικτικός]], [[αλαζονικός]], [[υπεροπτικός]], σε Αισχύλ., Σοφ.· επίρρ. <i>-πως</i>, υπερβολικά, αλαζονικά, υπέρμετρα, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὑπέρκοπος:''' -ον ([[κόπτω]]), αυτός που υπερβαίνει [[κάθε]] όριο, [[επιδεικτικός]], [[αλαζονικός]], [[υπεροπτικός]], σε Αισχύλ., Σοφ.· επίρρ. <i>-πως</i>, υπερβολικά, αλαζονικά, υπέρμετρα, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπέρκοπος:''' <b class="num">1)</b> дерзновенный, высокомерный ([[δόρυ]] Aesch.; [[ἔπος]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> обессиленный, ослабевший (ὑπὸ τοῦ φαρμάκου Arst.). | |||
}} | }} |