Anonymous

ὑπέρκοπος: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρκοπος:''' -ον ([[κόπτω]]), αυτός που υπερβαίνει [[κάθε]] όριο, [[επιδεικτικός]], [[αλαζονικός]], [[υπεροπτικός]], σε Αισχύλ., Σοφ.· επίρρ. <i>-πως</i>, υπερβολικά, αλαζονικά, υπέρμετρα, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὑπέρκοπος:''' -ον ([[κόπτω]]), αυτός που υπερβαίνει [[κάθε]] όριο, [[επιδεικτικός]], [[αλαζονικός]], [[υπεροπτικός]], σε Αισχύλ., Σοφ.· επίρρ. <i>-πως</i>, υπερβολικά, αλαζονικά, υπέρμετρα, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέρκοπος:''' <b class="num">1)</b> дерзновенный, высокомерный ([[δόρυ]] Aesch.; [[ἔπος]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> обессиленный, ослабевший (ὑπὸ τοῦ φαρμάκου Arst.).
}}
}}