Anonymous

ὑπέρκοπος: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει [[κάθε]] [[μέτρο]], [[κάθε]] όριο<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[θρασύς]], [[αυθάδης]], [[αλαζονικός]]<br /><b>3.</b> υπερβολικά κουρασμένος, [[κατάκοπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερκόπως</i> Α<br />με υπέρμετρα αυθάδη ή αλαζονικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>κοπος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει [[κάθε]] [[μέτρο]], [[κάθε]] όριο<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[θρασύς]], [[αυθάδης]], [[αλαζονικός]]<br /><b>3.</b> υπερβολικά κουρασμένος, [[κατάκοπος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὑπερκόπως</i> Α<br />με υπέρμετρα αυθάδη ή αλαζονικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόπος]] <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>κοπος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέρκοπος:''' -ον ([[κόπτω]]), αυτός που υπερβαίνει [[κάθε]] όριο, [[επιδεικτικός]], [[αλαζονικός]], [[υπεροπτικός]], σε Αισχύλ., Σοφ.· επίρρ. <i>-πως</i>, υπερβολικά, αλαζονικά, υπέρμετρα, σε Αισχύλ.
}}
}}