μετεωρόθηρος: Difference between revisions
From LSJ
(6_1) |
(3) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετεωρόθηρος''': (ἢ μετεωροθήρας) ὁ, ὁ ὑψηλὰ ἐν τῷ ἀέρι θηρεύων, ἐπίθ. τοῦ ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36, 3· μεταφ., ἐπὶ φιλοσόφων, ὁ θηρεύων ὑψηλὰς ἰδέας, Φίλων 1. 674. | |lstext='''μετεωρόθηρος''': (ἢ μετεωροθήρας) ὁ, ὁ ὑψηλὰ ἐν τῷ ἀέρι θηρεύων, ἐπίθ. τοῦ ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36, 3· μεταφ., ἐπὶ φιλοσόφων, ὁ θηρεύων ὑψηλὰς ἰδέας, Φίλων 1. 674. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετεωρόθηρος:''' охотящийся высоко в небесах ([[ἱέραξ]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:48, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
μετεωρόθηρος: (ἢ μετεωροθήρας) ὁ, ὁ ὑψηλὰ ἐν τῷ ἀέρι θηρεύων, ἐπίθ. τοῦ ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36, 3· μεταφ., ἐπὶ φιλοσόφων, ὁ θηρεύων ὑψηλὰς ἰδέας, Φίλων 1. 674.
Russian (Dvoretsky)
μετεωρόθηρος: охотящийся высоко в небесах (ἱέραξ Arst.).