μετεωρόθηρος

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source

Greek (Liddell-Scott)

μετεωρόθηρος: (ἢ μετεωροθήρας) ὁ, ὁ ὑψηλὰ ἐν τῷ ἀέρι θηρεύων, ἐπίθ. τοῦ ἱέρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36, 3· μεταφ., ἐπὶ φιλοσόφων, ὁ θηρεύων ὑψηλὰς ἰδέας, Φίλων 1. 674.

Russian (Dvoretsky)

μετεωρόθηρος: охотящийся высоко в небесах (ἱέραξ Arst.).