Φίξ: Difference between revisions

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
(45)
(4b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιγγός, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> <i>Σφιξ</i>.
|mltxt=-ιγγός, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> <i>Σφιξ</i>.
}}
{{elru
|elrutext='''Φίξ:''' Φῑκός ἡ беот. Hes. = [[Σφίγξ]].
}}
}}

Revision as of 07:56, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Φίξ: Φικός, ἡ, Βοιωτ. ἀντὶ Σφίγξ, διάφορ. γραφ. ἐν Ἡσ. Θεογ. 326, πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 414D, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 72.

Greek Monolingual

-ιγγός, ἡ, Α
βλ. Σφιξ.

Russian (Dvoretsky)

Φίξ: Φῑκός ἡ беот. Hes. = Σφίγξ.