εὐανθής: Difference between revisions

2b
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐανθής:''' -ές ([[ἄνθος]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[ανθηρός]], ανθισμένος, μπουμπουκιασμένος, [[ζωηρός]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που βρίσκεται σε πλήρη άνθιση, ολάνθιστος, σε Θέογν., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανθηρός]], [[ζωηρόχρωμος]], [[χαρωπός]], [[χαρούμενος]], [[λαμπρός]], σε Πλάτ., Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[ανθηρός]], [[ζωηρός]], [[ωραίος]], [[καλός]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''εὐανθής:''' -ές ([[ἄνθος]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[ανθηρός]], ανθισμένος, μπουμπουκιασμένος, [[ζωηρός]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που βρίσκεται σε πλήρη άνθιση, ολάνθιστος, σε Θέογν., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανθηρός]], [[ζωηρόχρωμος]], [[χαρωπός]], [[χαρούμενος]], [[λαμπρός]], σε Πλάτ., Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[ανθηρός]], [[ζωηρός]], [[ωραίος]], [[καλός]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐανθής:''' <b class="num">1)</b> покрытый цветами, цветущий (κόλποι [[λειμώνιον]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> (о бороде) пышный, густой ([[λάχνη]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> красочный, яркий ([[χρῶμα]] Plat.; τὸ ἁλουργές Arst.; [[ἐσθής]] Luc.);<br /><b class="num">4)</b> пестрый (τὸ τῆς παρδάλεως [[σῶμα]] Plut.);<br /><b class="num">5)</b> перен. цветущий, процветающий ([[ὄλβος]] Pind.; [[ἡλικία]] Pind., Plut.);<br /><b class="num">6)</b> благородный ([[ὀργή]] Pind.).
}}
}}