Anonymous

εὐανθής: Difference between revisions

From LSJ
4
(14)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐανθής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή παράγει ωραία και [[πολλά]] [[άνθη]] («εὐανθὴς καὶ [[εὐώδης]] [[τόπος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανθηρός]], [[θαλερός]], [[ωραίος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] στολισμένος με [[άνθη]]<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που έχει πλούσια άνθιση, που ανθίζει άνετα, ελεύθερα, άφθονα<br /><b>3.</b> [[φαιδρός]], [[λαμπρός]] («[[χρώμα]] ευανθές», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κόκκινος]], [[ροδόχρους]] («αἰδοῑ, ἧς οὐδὲν εὐανθέστερον [[χρῶμα]]», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>5.</b> (για τις πρώτες [[τρίχες]] τών γενείων ή για πρόσ. και καταστάσεις) [[ωραίος]], [[ανθηρός]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ εὐανθὲς τοῡ ὄρνιθος» — τα [[λαμπρά]] χρώματα του πτηνού<br />β) «εὐανθὴς [[ὀργή]]» — [[ευγενικός]] [[τρόπος]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) (για [[σύγκριση]]) «[[ἅλμη]] εὐανθεστέρα» — [[άλμη]] αλμυρότερη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άνθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>ανθής</i>, <i>χλο</i>-<i>ανθής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐανθής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή παράγει ωραία και [[πολλά]] [[άνθη]] («εὐανθὴς καὶ [[εὐώδης]] [[τόπος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ανθηρός]], [[θαλερός]], [[ωραίος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] στολισμένος με [[άνθη]]<br /><b>2.</b> (για φυτά) αυτός που έχει πλούσια άνθιση, που ανθίζει άνετα, ελεύθερα, άφθονα<br /><b>3.</b> [[φαιδρός]], [[λαμπρός]] («[[χρώμα]] ευανθές», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[κόκκινος]], [[ροδόχρους]] («αἰδοῑ, ἧς οὐδὲν εὐανθέστερον [[χρῶμα]]», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>5.</b> (για τις πρώτες [[τρίχες]] τών γενείων ή για πρόσ. και καταστάσεις) [[ωραίος]], [[ανθηρός]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «τὸ εὐανθὲς τοῡ ὄρνιθος» — τα [[λαμπρά]] χρώματα του πτηνού<br />β) «εὐανθὴς [[ὀργή]]» — [[ευγενικός]] [[τρόπος]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />γ) (για [[σύγκριση]]) «[[ἅλμη]] εὐανθεστέρα» — [[άλμη]] αλμυρότερη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άνθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολυ</i>-<i>ανθής</i>, <i>χλο</i>-<i>ανθής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐανθής:''' -ές ([[ἄνθος]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[ανθηρός]], ανθισμένος, μπουμπουκιασμένος, [[ζωηρός]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> αυτός που βρίσκεται σε πλήρη άνθιση, ολάνθιστος, σε Θέογν., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[ανθηρός]], [[ζωηρόχρωμος]], [[χαρωπός]], [[χαρούμενος]], [[λαμπρός]], σε Πλάτ., Ανθ.<br /><b class="num">III.</b> μεταφ., [[ανθηρός]], [[ζωηρός]], [[ωραίος]], [[καλός]], σε Αριστοφ.
}}
}}