ἐψευσμένως: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(15) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐψευσμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[ψευδώς]], απατηλά, λανθασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη μτχ. παρακμ. <i>εψευσμένος</i> του [[ψεύδομαι]]]. | |mltxt=[[ἐψευσμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[ψευδώς]], απατηλά, λανθασμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Από τη μτχ. παρακμ. <i>εψευσμένος</i> του [[ψεύδομαι]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐψευσμένως:''' ложно Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass., (ψεύδομαι)
A falsely, wrongly, Pl. Lg.897a, Str.1.2.30, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐψευσμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ ψεύδομαι, ψευδῶς, ἀπατηλῶς, Πλάτ. Νόμ. 897Α, Στράβ. 63.
Greek Monolingual
ἐψευσμένως (Α)
επίρρ. ψευδώς, απατηλά, λανθασμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από τη μτχ. παρακμ. εψευσμένος του ψεύδομαι].
Russian (Dvoretsky)
ἐψευσμένως: ложно Plat.