αὐτάδελφος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτάδελφος:''' -ον·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που σχετίζεται με κάποιον με αδελφική [[σχέση]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., ομοαίματος [[αδελφός]] ή [[αδελφή]], στον ίδ.
|lsmtext='''αὐτάδελφος:''' -ον·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που σχετίζεται με κάποιον με αδελφική [[σχέση]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., ομοαίματος [[αδελφός]] ή [[αδελφή]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτάδελφος:''' <b class="num">II</b> ὁ и ἡ родной брат или родная сестра Soph.<br />братский, родной, близкий ([[αἷμα]] Aesch.; [[κάρα]] Soph.).
}}
}}