Anonymous

αὐτάδελφος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η και αυταδέλφι, το (AM [[αὐτάδελφος]], -ον<br />Μ και θηλ. αὐταδέλφισσα)<br />[[αδελφός]] ή [[αδελφή]] από τους ίδιους γονείς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει στον αδελφό ή στην [[αδελφή]] («αὐτάδελφον Ἰσμήνης [[κάρα]]», «αὐτάδελφον [[αἷμα]]»).
|mltxt=-η και αυταδέλφι, το (AM [[αὐτάδελφος]], -ον<br />Μ και θηλ. αὐταδέλφισσα)<br />[[αδελφός]] ή [[αδελφή]] από τους ίδιους γονείς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει στον αδελφό ή στην [[αδελφή]] («αὐτάδελφον Ἰσμήνης [[κάρα]]», «αὐτάδελφον [[αἷμα]]»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτάδελφος:''' -ον·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που σχετίζεται με κάποιον με αδελφική [[σχέση]], σε Αισχύλ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., ομοαίματος [[αδελφός]] ή [[αδελφή]], στον ίδ.
}}
}}