αὐτάδελφος

From LSJ

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτάδελφος Medium diacritics: αὐτάδελφος Low diacritics: αυτάδελφος Capitals: ΑΥΤΑΔΕΛΦΟΣ
Transliteration A: autádelphos Transliteration B: autadelphos Transliteration C: aftadelfos Beta Code: au)ta/delfos

English (LSJ)

αὐτάδελφον (η, ον Sch.E.Hec.944)
A brother's or sister's, αἷμα A.Th.718, Eu.89; αὐ. Ἰσμήνης κάρα S.Ant.1.
II Subst., one's own brother or one's own sister, ib.503,696:—later αὐταδέλφη, ἡ, Sch.E.Ph.135.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): αὐτάδερφος Corinth 8(3).531.5 (crist.)
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [-ος, -η, -ον Sch.E.Hec.944D., Ph.153]
del propio hermano o hermana, αἷμα A.Th.718, Eu.89, Hld.7.5.4, αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα cabeza hermana de Ismena, e.e., hermana Ismena S.Ant.1, λιτὰς μητρόθεν αὐταδέλφους Philic.SHell.680.24
en uso pred. σὼ δ' αὐταδέλφω (son) tus dos hermanos E.Fr.495.18, τὸν δ' ... Αἴθωνος αὐτάδελφον Lyc.432, κοιμητήριον δι(α)φέρον Ἰωάνου καὶ Ἀγαθοκλῆ αὐταδέρφοις Corinth l.c., οὗτοι πάντες ὁμόσποροι καὶ αὐτάδελφοι ὑμῖν τε καὶ ἀλλήλοις Them.Or.6.77a
subst. ὁ αὐτάδελφος el propio hermano S.Ant.503, 696
ἡ αὐταδέλφη la propia hermana Sch.E.Ph.l.c.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du propre frère, de la propre sœur ; ὁ, ἡ αὐτάδελφος le propre frère, la propre sœur.
Étymologie: αὐτός, ἀδελφός.

German (Pape)

leiblicher Bruder oder Schwester, Soph. Ant. 503, 696; leiblich verschwistert, αἷμα Aesch. Eum. 89; Spt. 700; κάρα Soph. Ant. 1; Sp. = ἀδελφός.

Russian (Dvoretsky)

αὐτάδελφος: II ὁ и ἡ родной брат или родная сестра Soph.
братский, родной, близкий (αἷμα Aesch.; κάρα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτάδελφος: -ον, ἀδελφικός, ὁ ἀνήκων εἰς αὐτὸν τὸν ἀδελφόν, ἀλλ΄ αὐτάδελφον αἷμα δρέψασθαι θέλεις; Αὐσχύλ. Θήβ. 718, Εὐμ. 89· ὦ κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα Σοφ. Ἀντ. 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ὁ καθ΄ αὑτὸ ἀδελφός, ὁ ἐκ τῶν αὐτῶν γονέων ἀδελφὸς ἢ ἀδελφή, αὐτόθι 503, 696.

Greek Monolingual

-η και αυταδέλφι, το (AM αὐτάδελφος, -ον
Μ και θηλ. αὐταδέλφισσα)
αδελφός ή αδελφή από τους ίδιους γονείς
αρχ.
ως επίθ. αυτός που ανήκει στον αδελφό ή στην αδελφή («αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα», «αὐτάδελφον αἷμα»).

Greek Monotonic

αὐτάδελφος: -ον·
I. αυτός που σχετίζεται με κάποιον με αδελφική σχέση, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. ως ουσ., ομοαίματος αδελφός ή αδελφή, στον ίδ.

Middle Liddell

I. related as brother or sister, Aesch., Soph.
II. as substantive one's own brother or sister, Soph.

English (Woodhouse)

of one's own brother, own brother

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)