σκυτόδεψος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
(37)
(4)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /> <b>βλ.</b> [[σκυτοδέψης]].
|mltxt=ὁ, Α<br /> <b>βλ.</b> [[σκυτοδέψης]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκῡτόδεψος:''' и σκῡτοδεψός ὁ Plat., Luc. = [[σκυτοδέψης]].
}}
}}

Latest revision as of 08:24, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτόδεψος: ὁ, = σκυτοδέψης, Πλάτ. Γοργ. 517Ε, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 11.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. σκυτοδέψης.

Russian (Dvoretsky)

σκῡτόδεψος: и σκῡτοδεψός ὁ Plat., Luc. = σκυτοδέψης.