Anonymous

αἴγλη: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αἴγλη:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> φως ήλιου, [[ακτινοβολία]], [[λάμψη]], [[λαμπρότητα]], σε Ομήρ. Οδ.· [[έπειτα]] [[απλώς]] το φως της ημέρας· λευκὴ [[αἴγλη]], στο ίδ.· εἰς αἴγλαν [[μολεῖν]], ήλθε στο φως, δηλ. γεννήθηκε, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθε]] είδους εκτυφλωτικό, αστραφτερό φως, [[λάμψη]], [[γυαλάδα]], [[στιλπνότητα]], [[ακτινοβολία]]· [[αἴγλη]] χαλκοῦ, η [[λάμψη]] του στιλπνού χαλκού, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''αἴγλη:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> φως ήλιου, [[ακτινοβολία]], [[λάμψη]], [[λαμπρότητα]], σε Ομήρ. Οδ.· [[έπειτα]] [[απλώς]] το φως της ημέρας· λευκὴ [[αἴγλη]], στο ίδ.· εἰς αἴγλαν [[μολεῖν]], ήλθε στο φως, δηλ. γεννήθηκε, σε Πίνδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάθε]] είδους εκτυφλωτικό, αστραφτερό φως, [[λάμψη]], [[γυαλάδα]], [[στιλπνότητα]], [[ακτινοβολία]]· [[αἴγλη]] χαλκοῦ, η [[λάμψη]] του στιλπνού χαλκού, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''αἴγλη:''' дор. [[αἴγλα]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> блеск, сияние (ἠελίου, χαλκοῦ Hom.; Ὀλύμπου Soph.): πυρὸς [[μέλαινα]] αἴ. Eur. блеск догорающего огня;<br /><b class="num">2)</b> дневной свет, сияние Hom., Soph.: εἰς αἴγλαν [[μολεῖν]] Pind. прийти на свет, родиться;<br /><b class="num">3)</b> факел (αἱ [[πυρφόροι]] αἶγλαι Soph.);<br /><b class="num">4)</b> перен. блеск, слава (ἀέθλων Πυθίων Pind.).
}}
}}