εὐηθίζομαι: Difference between revisions
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐηθίζομαι:''' Παθ. ([[εὐήθης]]), κάνω τον ανόητο, [[μιλώ]] απλοϊκά, σε Πλάτ. | |lsmtext='''εὐηθίζομαι:''' Παθ. ([[εὐήθης]]), κάνω τον ανόητο, [[μιλώ]] απλοϊκά, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐηθίζομαι:''' быть простодушным, говорить наивные вещи (πρὸς ἀλλήλους Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 31 December 2018
English (LSJ)
Med.,
A to act like an εὐήθης, play the fool, πρὸς ἀλλήλους Pl.R.336c; to be merry, jest, Philostr.VA8.7.
German (Pape)
[Seite 1066] gutmüthig, einfältig sein u. sprechen; τί εὐηθίζεσθε πρὸς ἀλλήλους Plat. Rep. I, 336 e; Sp. – Suid. auch act. εὐηθίζω, μωραίνω.
Greek (Liddell-Scott)
εὐηθίζομαι: φέρομαι ὡς εὐήθης, κάμνω τὸν εὐήθη, πρὸς ἀλλήλους Πλάτ. Πολ. 336C· εἶμαι εὔθυμος, ἀστεΐζομαι, Φιλόστρ. 343.
French (Bailly abrégé)
être simple, sot.
Étymologie: εὐήθης.
Greek Monolingual
εὐηθίζομαι (Α) ευήθης
1. φέρομαι ως ευήθης, «κάνω τον χαζό»
2. λέω ή κάνω αστεία, αστεΐζομαι.
Greek Monotonic
εὐηθίζομαι: Παθ. (εὐήθης), κάνω τον ανόητο, μιλώ απλοϊκά, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
εὐηθίζομαι: быть простодушным, говорить наивные вещи (πρὸς ἀλλήλους Plat.).