Anonymous

εὐηθίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐηθίζομαι]] (Α) [[ευήθης]]<br /><b>1.</b> φέρομαι ως [[ευήθης]], «[[κάνω]] τον χαζό»<br /><b>2.</b> λέω ή [[κάνω]] αστεία, [[αστεΐζομαι]].
|mltxt=[[εὐηθίζομαι]] (Α) [[ευήθης]]<br /><b>1.</b> φέρομαι ως [[ευήθης]], «[[κάνω]] τον χαζό»<br /><b>2.</b> λέω ή [[κάνω]] αστεία, [[αστεΐζομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐηθίζομαι:''' Παθ. ([[εὐήθης]]), κάνω τον ανόητο, [[μιλώ]] απλοϊκά, σε Πλάτ.
}}
}}