Anonymous

εὐηθίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐηθίζομαι:''' Παθ. ([[εὐήθης]]), κάνω τον ανόητο, [[μιλώ]] απλοϊκά, σε Πλάτ.
|lsmtext='''εὐηθίζομαι:''' Παθ. ([[εὐήθης]]), κάνω τον ανόητο, [[μιλώ]] απλοϊκά, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐηθίζομαι:''' быть простодушным, говорить наивные вещи (πρὸς ἀλλήλους Plat.).
}}
}}