3,276,932
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θάλεια:''' θηλ. επίθ.<br /><b class="num">I.</b> ανθισμένη, άφθονη, οργιαστική, πλούσια· λέγεται για συμπόσια, [[θεῶν]] ἐν δαιτὶ θαλείῃ, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· δεν υπάρχει αρσ. <i>θάλυς</i>, αντίθ. συναντάται το [[θαλερός]]·<br /><b class="num">II.</b> ως κύριο όνομα [[Θάλεια]], <i>ἡ</i>, [[μία]] από τις Μούσες, η θαλερή, αυτή που ανθίζει, σε Ησίοδ.· επίσης, <i>Θαλίη</i>, σε Ανθ. Π. | |lsmtext='''θάλεια:''' θηλ. επίθ.<br /><b class="num">I.</b> ανθισμένη, άφθονη, οργιαστική, πλούσια· λέγεται για συμπόσια, [[θεῶν]] ἐν δαιτὶ θαλείῃ, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· δεν υπάρχει αρσ. <i>θάλυς</i>, αντίθ. συναντάται το [[θαλερός]]·<br /><b class="num">II.</b> ως κύριο όνομα [[Θάλεια]], <i>ἡ</i>, [[μία]] από τις Μούσες, η θαλερή, αυτή που ανθίζει, σε Ησίοδ.· επίσης, <i>Θαλίη</i>, σε Ανθ. Π. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θάλεια:''' <b class="num">I</b> ион. [[θαλείη]] (θᾰ) adj. f<br /><b class="num">1)</b> разросшаяся, пышная, цветущая ([[ἑορτή]] Anacr.);<br /><b class="num">2)</b> обильная, богатая ([[δαίς]] Hom., Hes.; [[μοῖρα]] Pind.).<br /><b class="num">II</b> ἡ пир, пиршество (κῶμοι καὶ θάλειαι Plat.). | |||
}} | }} |