θάλεια
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
[θᾰ], ἡ,
A rich, plentiful,: in Ep. always of banquets, θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ Od.8.76, Hes.Op.742; θεοῦ ἐς δαῖτα θάλειαν Od. 3.420, cf. 8.99, Il.7.475; so later, Pherecr.152; πίνειν ἐν δαιτὶ θ. Hermipp.82.11; θ. ἑορτὴν ἀγάγωμεν Anacr.54; Δαὶς θ., πρεσβίστη θεῶν S.Fr.605; μοῖραν θάλειαν a goodly portion, Pi.N.10.53; θ. ἥβα bloom of youth, B.3.89; without δαίς, dub. cj. for θαλάσσης in Alex. Aet.3.15: in form and accent (cf. ἐλάχεια, λίγεια and Eust.742.36) a fem. Adj., as if from θαλύς: masc. θαλείοις στέφεσιν Emp.112.6.
II as substantive, = θαλία 1, in plural, Pl.R. 573d (nisi hoc legend.).
2 v. θαλλία ΙΙ.
III as pr. n., Θάλεια, ἡ, one of the Muses, Hes.Th.77; later, the Muse of Comedy, Θαλίη AP9.505, cf. Plu.2.744f,746c.
2 one of the Graces, patroness of festive meetings, ib.778d; Θαλίη in Hes.Th.909.
IV Pythagorean name for six, Theol.Ar.38.
German (Pape)
[Seite 1183] ἡ, bei Hom. in der Vrbdg δαιτὶ θαλείῃ u. δαῖτα θάλειαν, Il. 7, 475 Od. 3, 420. 8, 76. 99, d. i. blühendes, reichliches Mahl; nach Ath. II, 40 d bes. vom Opferschmause; Hes. O. 740; Soph. frg. 539; Pherecr. Ath. VIII, 364 b; ἑορτή Anacr. bei Ath. XV, 674 c; Pind. N. 10, 53 vrbdt μοῖρα θάλεια ἀγώνων, reichlicher Anteil. Es ist ein einzeln stehendes iem., wie vom masc. θαλύς statt θαλεῖα, vgl. θαλερός u. θαλία u. s. Lehrs Quaest. Ep. p. 166. – Als subst. steht es seit Bekker Plat. Rep. IX, 573 d, κῶμοι καὶ θάλειαι, früher θαλίαι.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
florissant ; abondant.
Étymologie: fém. de *θάλειος ou de *θάλυς = θῆλυς.
Russian (Dvoretsky)
θάλεια:
I ион. θαλείη (θᾰ) adj. f
1 разросшаяся, пышная, цветущая (ἑορτή Anacr.);
2 обильная, богатая (δαίς Hom., Hes.; μοῖρα Pind.).
II ἡ пир, пиршество (κῶμοι καὶ θάλειαι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
θάλεια: ἡ, θάλλουσα, ὡραία, ἄφθονος· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ εὐωχίας ἢ συμποσίων, θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ Ὀδ. Θ. 76, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 740· θεοῦ ἐς δαῖτα θάλειαν Ὀδ. Γ. 420· φόρμιγξ διαιτὶ συνήορος... θαλείῃ Θ. 99· τίθεντο δὲ δαῖτα θάλ. Ἰλ. Η. 475· πρβλ. εἰλαπίνη τεθαλυῖα· οὕτω καὶ βραδύτερον, δαὶς θάλεια Σοφ. Ἀποσπ. 539· ἐπὶ δαῖτα θ. Φερεκρ. Χειρ. 2· πίνειν ἐν δαιτὶ θ. Ἕρμιππ. Φορμ. 2. 11· θάλειαν ὁρτὴν ἀγάγωμεν Ἀνακρ. 54· μοῖραν θάλειαν, πλουσίαν μερίδα, Πίνδ. Ν. 10. 99. - Ἐν ἅπασι τούτοις τοῖς χωρίοις ἡ λέξ. θάλεια εἶνε φανερῶς ἐπίθ.· ἀλλὰ καὶ ἡ ποσότης καὶ ὁ τονισμὸς δεικνύουσιν ὅτι δὲν δύναται νὰ εἶνε θηλ. τοῦ θάλειος, ὅπερ πρῶτον ἀπαντᾷ ἐν τῇ Ἀνθολ. καὶ ἀναμφιβόλως ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ τύπου θάλεια). Ἀνήκει εἰς τὴν μικρὰν τάξιν τῶν ἀνεξαρτήτων θηλ. ἐπιθέτων, οἷον τὸ πότνια. Τὸ ἀρσεν. ἔπρεπε νὰ ἦτο θάλυς, ὅπερ ἤδη παρίσταται διὰ τοῦ θῆλυς ἢ θαλερός· πρβλ. θάλεα, τά. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἴδε ἐν λ. θαλία ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, Θάλεια, ἡ, μία τῶν Μουσῶν, κατ’ ἀκριβολογίαν, ἡ θάλλουσα, Ἡσ. Θ. 77· βραδύτερον, ἡ Μοῦσα τῆς Κωμῳδίας, Θαλίη (οὕτως ἀναγνωστ. ἀντὶ Θάλεια) ἐν Ἀνθ. Π. 9. 505, πρβλ. Πλούτ. 2. 744F, 746C. 2) μία τῶν Χαρίτων, προστάτις τῶν ἑορταστικῶν πανηγύρεων, Πλούτ. 2. 778D· Θαλίη ἐν Ἡσ. Θ. 909. - Πρβλ. Εὐφροσύνη.
English (Autenrieth)
fem. adj., δαίς, bounteous, plentiful repast.
English (Slater)
θᾰλεια f. adj. fruitful ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν (N. 10.53)
Greek Monolingual
Θάλεια και θάλια, ἡ (Α)
1. η άφθονη, η πλούσια («μοῖραν θάλειαν» — πλούσια μερίδα, Πίνδ.)
2. πανηγύρι, ξεφάντωμα
3. τρυφερός βλαστός φυτού, ο θαλλός
4. φρ. «Θάλεια ἥβα» — η ακμή της νεότητας (Βακχυλ.)
5. ως κύριο όν. ἡ Θάλεια
α) μία από τις Μούσες
β) μία από τις Χάριτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του αμάρτυρου αρσ. τ. του επιθ. θαλύς < θάλος «ευδιαθεσία, χαρά» < θάλλω.
Greek Monotonic
θάλεια: θηλ. επίθ.
I. ανθισμένη, άφθονη, οργιαστική, πλούσια· λέγεται για συμπόσια, θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· δεν υπάρχει αρσ. θάλυς, αντίθ. συναντάται το θαλερός·
II. ως κύριο όνομα Θάλεια, ἡ, μία από τις Μούσες, η θαλερή, αυτή που ανθίζει, σε Ησίοδ.· επίσης, Θαλίη, σε Ανθ. Π.
Middle Liddell
I. fem. adj. blooming, luxuriant, goodly, bounteous, of banquets, θεῶν ἐν δαιτὶ θαλείῃ Od., etc. No masc. θάλυς occurs, θαλερός being used instead.
II. as prop. n. Θάλεια, ἡ, one of the Muses, the blooming one, Hes.; also Θαλίη, Anth. [from θάλλω