Anonymous

θάλεια: Difference between revisions

From LSJ
4
(16)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=Θάλεια και θάλια, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η άφθονη, η πλούσια («μοῖραν θάλειαν» — πλούσια [[μερίδα]], <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πανηγύρι]], [[ξεφάντωμα]]<br /><b>3.</b> [[τρυφερός]] [[βλαστός]] φυτού, ο [[θαλλός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Θάλεια ἥβα» — η [[ακμή]] της νεότητας <b>(Βακχυλ.)</b><br /><b>5.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Θάλεια</i><br />α) μία από τις Μούσες<br />β) μία από τις Χάριτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του αμάρτυρου αρσ. τ. του επιθ. <i>θαλύς</i> <span style="color: red;"><</span> [[θάλος]] «[[ευδιαθεσία]], [[χαρά]]» <span style="color: red;"><</span> [[θάλλω]].
|mltxt=Θάλεια και θάλια, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η άφθονη, η πλούσια («μοῖραν θάλειαν» — πλούσια [[μερίδα]], <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πανηγύρι]], [[ξεφάντωμα]]<br /><b>3.</b> [[τρυφερός]] [[βλαστός]] φυτού, ο [[θαλλός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «Θάλεια ἥβα» — η [[ακμή]] της νεότητας <b>(Βακχυλ.)</b><br /><b>5.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ἡ Θάλεια</i><br />α) μία από τις Μούσες<br />β) μία από τις Χάριτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του αμάρτυρου αρσ. τ. του επιθ. <i>θαλύς</i> <span style="color: red;"><</span> [[θάλος]] «[[ευδιαθεσία]], [[χαρά]]» <span style="color: red;"><</span> [[θάλλω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θάλεια:''' θηλ. επίθ.<br /><b class="num">I.</b> ανθισμένη, άφθονη, οργιαστική, πλούσια· λέγεται για συμπόσια, [[θεῶν]] ἐν δαιτὶ θαλείῃ, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.· δεν υπάρχει αρσ. <i>θάλυς</i>, αντίθ. συναντάται το [[θαλερός]]·<br /><b class="num">II.</b> ως κύριο όνομα [[Θάλεια]], <i>ἡ</i>, [[μία]] από τις Μούσες, η θαλερή, αυτή που ανθίζει, σε Ησίοδ.· επίσης, <i>Θαλίη</i>, σε Ανθ. Π.
}}
}}