3,277,286
edits
(3) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπογεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δίνω]] μια μικρή [[ποσότητα]] φαγητού ή ποτού σε κάποιον, ίσα ίσα για να το γευτεί, με γεν., σε Ανθ. — Μέσ., [[γεύομαι]] [[κάτι]], [[δοκιμάζω]] τη [[γεύση]] του, με γεν., σε Πλάτ., Ξεν. | |lsmtext='''ἀπογεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δίνω]] μια μικρή [[ποσότητα]] φαγητού ή ποτού σε κάποιον, ίσα ίσα για να το γευτεί, με γεν., σε Ανθ. — Μέσ., [[γεύομαι]] [[κάτι]], [[δοκιμάζω]] τη [[γεύση]] του, με γεν., σε Πλάτ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπογεύω:''' <b class="num">1)</b> давать пробовать ([[μέρος]] [[ὅσον]] ἀπογεῦσαι Anth.);<br /><b class="num">2)</b> med. пробовать, отведывать (τινος Plat., Xen., Polyb., Plut., Luc.). | |||
}} | }} |