Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀπογεύω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπογεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δίνω]] μια μικρή [[ποσότητα]] φαγητού ή ποτού σε κάποιον, ίσα ίσα για να το γευτεί, με γεν., σε Ανθ. — Μέσ., [[γεύομαι]] [[κάτι]], [[δοκιμάζω]] τη [[γεύση]] του, με γεν., σε Πλάτ., Ξεν.
|lsmtext='''ἀπογεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[δίνω]] μια μικρή [[ποσότητα]] φαγητού ή ποτού σε κάποιον, ίσα ίσα για να το γευτεί, με γεν., σε Ανθ. — Μέσ., [[γεύομαι]] [[κάτι]], [[δοκιμάζω]] τη [[γεύση]] του, με γεν., σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπογεύω:''' <b class="num">1)</b> давать пробовать ([[μέρος]] [[ὅσον]] ἀπογεῦσαι Anth.);<br /><b class="num">2)</b> med. пробовать, отведывать (τινος Plat., Xen., Polyb., Plut., Luc.).
}}
}}