ξηροτροφικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(27)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξηροτροφικός]], -ή, -όν (Α)<br />(μόνο το ουδ. ως ουσ.) <i>τo [[ξηροτροφικόν]]<br />η [[εκτροφή]] ζώων της ξηράς, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το υγροτροφικόν, δηλ. την [[εκτροφή]] θαλάσσιων ζώων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξηρά]] <span style="color: red;">+</span> -[[τροφικός]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>τρόφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>υγρο</i>-[[τροφικός]]:
|mltxt=[[ξηροτροφικός]], -ή, -όν (Α)<br />(μόνο το ουδ. ως ουσ.) <i>τo [[ξηροτροφικόν]]<br />η [[εκτροφή]] ζώων της ξηράς, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το υγροτροφικόν, δηλ. την [[εκτροφή]] θαλάσσιων ζώων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξηρά]] <span style="color: red;">+</span> -[[τροφικός]] (<span style="color: red;"><</span> -<i>τρόφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>υγρο</i>-[[τροφικός]]:
}}
{{elru
|elrutext='''ξηροτροφικός:''' питающийся (т. е. живущий) на суше, сухопутный Plat.
}}
}}

Revision as of 09:16, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 279] ή, όν, auf dem Trocknen lebend, trockne Nahrung liebend, Plat. Polit. 264 d.

Greek (Liddell-Scott)

ξηροτροφικός: -ή, -όν, ὁ ζῶν καὶ τρεφόμενος ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, Πλάτ. Πολιτ. 264D, E.

Greek Monolingual

ξηροτροφικός, -ή, -όν (Α)
(μόνο το ουδ. ως ουσ.) τo ξηροτροφικόν
η εκτροφή ζώων της ξηράς, σε αντιδιαστολή προς το υγροτροφικόν, δηλ. την εκτροφή θαλάσσιων ζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρά + -τροφικός (< -τρόφος < τρέφω), πρβλ. υγρο-τροφικός:

Russian (Dvoretsky)

ξηροτροφικός: питающийся (т. е. живущий) на суше, сухопутный Plat.