δυσπροσπέλαστος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσπροσπέλαστος:''' -ον, [[δυσπρόσιτος]], δύσκολα προσπελάσιμος, δυσκολοπλησίαστος (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Πλούτ.
|lsmtext='''δυσπροσπέλαστος:''' -ον, [[δυσπρόσιτος]], δύσκολα προσπελάσιμος, δυσκολοπλησίαστος (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπροσπέλαστος:''' Plut. = [[δυσπρόσβατος]].
}}
}}