δυσπροσπέλαστος
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
δυσπροσπέλαστον, hard to get at, Plu.Pomp.28; Glossaria on δασπλῆτις, Sch.Od.15.234.
Spanish (DGE)
-ον
de difícil acceso, de ahí difícil de tomar por asalto πόλεις Plu.Pomp.28, cf. Apollon.Lex.δ 910, glos. a δυσπρόσοιστος Sch.S.OC 1277M.
German (Pape)
[Seite 688] Erkl. der Scholl. zu δασπλῆτις Od. 15, 234 u. zu δυσπρόσοιστος Soph. O. C. 1277; – πόλεις, denen man sich mit Mühe nähert, Plut. Pomp. 28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficilement accessible.
Étymologie: δυσ-, προσπελάζω.
Russian (Dvoretsky)
δυσπροσπέλαστος: Plut. = δυσπρόσβατος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπροσπέλαστος: -ον, δυσκολοπλησίαστος, Πλούτ. Πομπ. 28.
Greek Monolingual
δυσπροσπέλαστος, -ον (Α)
αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να εισχωρήσει («πόλεις καὶ νήσους... χαλεπὰς βιασθῆναι καὶ δυσπροσπελάστους», Πλούτ.).
Greek Monotonic
δυσπροσπέλαστος: -ον, δυσπρόσιτος, δύσκολα προσπελάσιμος, δυσκολοπλησίαστος (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Πλούτ.
Middle Liddell
δυσ-προσπέλαστος, ον
hard to get at, Plut.