Anonymous

δυσπροσπέλαστος: Difference between revisions

From LSJ
4
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσπροσπέλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να εισχωρήσει («πόλεις καὶ νήσους... χαλεπὰς βιασθῆναι καὶ δυσπροσπελάστους», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[δυσπροσπέλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός στον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να εισχωρήσει («πόλεις καὶ νήσους... χαλεπὰς βιασθῆναι καὶ δυσπροσπελάστους», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσπροσπέλαστος:''' -ον, [[δυσπρόσιτος]], δύσκολα προσπελάσιμος, δυσκολοπλησίαστος (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Πλούτ.
}}
}}