καλλίρροος: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλλίρροος:''' -ον, ποιητ. επίσης καλλί-ροος, αυτός που έχει [[καλή]] ροή, σε Όμηρ., Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τον αυλό, σε Πίνδ.· θηλ. <i>Καλλιρόη</i>, μια από τις Ωκεανίδες, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.· [[αλλά]] [[Καλλιρρόη]] επίσης, περίφημη [[κρήνη]] στην Αθήνα, [[έπειτα]] <i>Ἐννεάκρουνος</i> ([[αλλά]] [[τώρα]] [[ξανά]] [[Καλλιρρόη]]), σε Θουκ.
|lsmtext='''καλλίρροος:''' -ον, ποιητ. επίσης καλλί-ροος, αυτός που έχει [[καλή]] ροή, σε Όμηρ., Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τον αυλό, σε Πίνδ.· θηλ. <i>Καλλιρόη</i>, μια από τις Ωκεανίδες, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.· [[αλλά]] [[Καλλιρρόη]] επίσης, περίφημη [[κρήνη]] στην Αθήνα, [[έπειτα]] <i>Ἐννεάκρουνος</i> ([[αλλά]] [[τώρα]] [[ξανά]] [[Καλλιρρόη]]), σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=καλλίρροος -οον, contr. καλλίρρους -ουν [καλός, ῥέω] mooi stromend:. αἰενάων ποταμῶν καλλίρροον ὕδωρ het mooi stromende water van onuitputtelijke rivieren Hes. Op. 737.
}}
}}