καλλίρροος
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
καλλίρροον, poet. also καλλίροος [ῐ] (contr. καλλίρους S.Fr.649.39),
A beautiful-flowing, ὕδωρ, κρουνώ, Il.2.752, 22.147; ποταμοῖο κατὰ στόμα καλλιρόοιο Od.5.441; κρήνην καλλίροον 17.206; πηγή A.Pers.201; Ὠκεανός Orph. Fr.15: metaph., of the voice, καλλιρόοισι πνοαῖς Pi.O.6.83:—fem., Καλλιρόη, one of the Oceanids, h.Cer.419, Hes.Th.288, etc.
II pr. n., Καλλιρρόη, a famous spring at Athens, later Ἐννεάκρουνος, Th. 2.15, Pl.Ax.364a.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
au beau cours, aux belles eaux.
Étymologie: καλός, ῥέω.
German (Pape)
= καλλίροος; ὕδωρ, κρουνός, Il. 2.752, 12.33, 22.147; πηγή Aesch. Pers. 197; sp.D.; auch νάρκισσος, poet. bei Ath. XV.682f, wo man καλλίχροος vermutet.
Russian (Dvoretsky)
καλλίρροος: и καλλίροος
1 красиво текущий (ὕδωρ, ποταμός Hom.; πηγή Aesch.);
2 плавный, текучий, певучий (πνοαί Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
καλλίρροος: -ον, ποιητ. ὡσαύτως καλλίροος (ἴδε κατωτ.)· - καλῶς ῥέων, ὕδωρ, κρουνὸς Ἰλ. Β. 752, Ω. 147· ποταμοῖο κατὰ στόμα καλλιρόοιο Ὀδ. Ε. 441· κρήνη... καλλίροον Ρ. 206· πηγὴ Αἰσχύλ. Πέρσ. 201: - μεταφ., ἐπὶ τῆς φωνῆς, καλλιρρόοισι πνοαῖς Πινδ. Ο. 6. 143. - Θηλ. Καλλιρόη, μία τῶν Ὠκεανίδων, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 419, Ἡσ. 288, κτλ.· - ἀλλὰ Καλλιρρόη, ὡσαύτως, περίφημος κρήνη ἐν Ἀθήναις, παρὰ μεταγενεστέροις Ἐννεάκρουνος (ἀλλ’ ἤδη πάλιν Καλλιρρόη), Θουκ. 2. 15, Πλάτ. Ἀξίοχ. ἐν ἀρχ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Καλλιρόη (δι’ ἑνός ρ)· κρήνη ἐν Ἀθήναις».
English (Autenrieth)
beautifully-flowing, fair-flowing.
Greek Monotonic
καλλίρροος: -ον, ποιητ. επίσης καλλί-ροος, αυτός που έχει καλή ροή, σε Όμηρ., Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τον αυλό, σε Πίνδ.· θηλ. Καλλιρόη, μια από τις Ωκεανίδες, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.· αλλά Καλλιρρόη επίσης, περίφημη κρήνη στην Αθήνα, έπειτα Ἐννεάκρουνος (αλλά τώρα ξανά Καλλιρρόη), σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλίρροος -οον, contr. καλλίρρους -ουν [καλός, ῥέω] mooi stromend:. αἰενάων ποταμῶν καλλίρροον ὕδωρ het mooi stromende water van onuitputtelijke rivieren Hes. Op. 737.