Anonymous

καλλίρροος: Difference between revisions

From LSJ
5
(Autenrieth)
(5)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[beautifully]]-[[flowing]], [[fair]]-[[flowing]].
|auten=[[beautifully]]-[[flowing]], [[fair]]-[[flowing]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καλλίρροος:''' -ον, ποιητ. επίσης καλλί-ροος, αυτός που έχει [[καλή]] ροή, σε Όμηρ., Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τον αυλό, σε Πίνδ.· θηλ. <i>Καλλιρόη</i>, μια από τις Ωκεανίδες, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.· [[αλλά]] [[Καλλιρρόη]] επίσης, περίφημη [[κρήνη]] στην Αθήνα, [[έπειτα]] <i>Ἐννεάκρουνος</i> ([[αλλά]] [[τώρα]] [[ξανά]] [[Καλλιρρόη]]), σε Θουκ.
}}
}}