3,271,244
edits
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''καταρῑγηλός:''' -ή, -όν, αυτός που κάνει κάποιον να αναρριγεί, [[τρομερός]], [[φρικτός]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''καταρῑγηλός:''' -ή, -όν, αυτός που κάνει κάποιον να αναρριγεί, [[τρομερός]], [[φρικτός]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καταριγηλός -ή -όν [κατά, ῥιγέω] huiveringwekkend. | |||
}} | }} |